Ονόματα, Πολιτική και Ποικιλότητα
Καλοδεχούμενη η κριτική από τον κ. Πλυμάκη. Πέρα από το ότι είναι καλόπιστη, προέρχεται από έναν άνθρωπο Μερακλή. Το μείζον ελληνικό λεξικό, ερμηνεύει το, δυσμετάφραστο σε άλλες γλώσσες, επίθετο αυτό ως «άνθρωπος με γούστο | αυτός που ασκεί το επάγγελμά του με επιμέλεια και ευαισθησία». Εγώ το καταλαβαίνω, ως αυτός που αγαπά αυτό που κάνει και κατ’ επέκταση τη ζωή.
Στα ονόματα τώρα. Ξεκινώντας το κείμενό μου, ανέφερα ότι η κριτική που θα έκανα είχε ως αφετηρία την έννοια της ποικιλότητας. Με λίγα λόγια υποστηρίζω ότι το χάσιμο της ποικιλότητας, στη συγκεκριμένη περίπτωση το χάσιμο των ονομάτων, μας κάνει όλους φτωχότερους. Πολύ περισσότερο στην περίπτωση των ονομάτων που μαζί με την ποικιλότητα, χάνεται και η Ιστορία…
Ομολογώ ότι δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω και να εκφέρω γνώμη για το πότε ακριβώς έγινε κάθε μία αλλαγή. Όμως η ομογενοποίηση, (με τη βοτανοποίηση των ονομάτων) η ισοπέδωση, (μετρήστε πόσες Καλλιθέες υπάρχουν στο νομό Χανίων αλλά και αλλού) η κάθε λογής καθαριότητα (από «ξενόφερτα» η «κακόηχα») αποτελούν ιδέες δεξιάς (αλλά και βαθύτατα αντιδημοκρατικής) προέλευσης, σε αντίθεση με την ποικιλότητα. Ασχέτως αν ακούγονται και από αυτοπροσδιοριζόμενους ως αριστερούς… (δείτε για παράδειγμα τις «αυτοκαθάρσεις» σε αριστερούς χώρους στο όνομα της ιδεολογικής καθαρότητας).
Ίσως κάνω λάθος, αλλά στο μυαλό μου συνδέονται ο ρατσισμός και ο φόβος του ξένου που αναγνωρίζουμε σήμερα ως πρόβλημα στην ελληνική κοινωνία, με την απαλοιφή των «ξενόφερτων» ονομάτων. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στην πλειονότητά τους οι αλλαγές των ονομάτων έγιναν είτε στη διάρκεια της Χούντας του Μεταξά, είτε αμέσως μετά τον εμφύλιο, είτε στη Χούντα των συνταγματαρχών.* Εξάλλου, σύμφωνα με την ίδια λογική τραβηγμένη στα άκρα, θα έπρεπε να αλλάξουμε και τα ονόματα των ανθρώπων σε –ογλου, καθώς και λέξεις της καθημερινής μας γλώσσας: ντολμάδες, γιαούρτι, καρέκλα, πόρτα …
Στην πραγματικότητα το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο, και όπως αναφέρει και ο κ. Πλυμάκης δεν συνδέεται με τα πολιτικά φρονήματα των κοινοταρχών και των κατοίκων των χωριών. Έχει όμως σίγουρα να κάνει με το ξαναγράψιμο της ιστορίας στα μέτρα των κάθε φορά κρατούντων, γι’ αυτό και δεν δέχομαι το «αθώο» της πράξης. Ας αναλογιστούμε μόνο τις διαφορές από την επίσημη ιστορία για την επανάσταση του 1821, με τις συχνές αποκαλύψεις σύγχρονων ιστορικών για τις πολλές και βαθιές διαστρεβλώσεις της. Για παράδειγμα, πόσοι ξέρουν ότι ο εθνικός μας ήρωας Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν αρβανίτης (=αλβανός) μουσουλμάνος και ότι ενάντια στους Τούρκους δεν επαναστάτησαν μόνον έλληνες χριστιανοί αλλά και σέρβοι, αλβανοί, αρμένηδες, βούλγαροι, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, με λίγα λόγια η μεγάλη πλειονότητα των φτωχών ανθρώπων που τότε κατοικούσαν αυτή τη γωνιά των Βαλκανίων.
Το αξεδιάλυτο των συνόλων αυτών ήταν τόσο έντονο την εποχή αυτή, που τόσο ο Ρήγας όσο και αργότερα ο Καποδίστριας πρότειναν μοντέλα διοίκησης βασισμένα σε αυτές τις διαφορετικότητες (απόψεις που κόστισαν και στους δυο τη ζωή τους).
Επιστρέφοντας από αυτή την αναδρομή, ακόμη και αν δεν έπεισα (ή έχω λάθος) για τις αιτίες των αλλαγών, επιμένω να προτιμώ την «κακόηχη» Κοπράνα (απ’ όπου έχω και ρίζες) από το άχρωμο και άοσμο Άσπρο.