Η μελέτη του Λουκά Δ. Τσιτσιπή, καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Α Linguistic Anthropology of Praxis and Language Shift» (Μια ανθρωπογλωσσολογία της πράξης και γλωσσική στροφή) ασχολείται με το φαινόμενο της βαθμιαίας έκλειψης μιας γλώσσας. Η έρευνά του έχει διττό στόχο: να μελετήσει κοινότητες Ελλήνων αρβανίτικης προελεύσεως και να συμβάλει, με τον θεωρητικό του προβληματισμό, στις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες στις οποίες ο συγγραφέας καταφεύγει για την εξέταση του θέματος. Ο κ. Τσιτσιπής συνεχίζει και διευρύνει τις προτάσεις διακεκριμένων ερευνητριών (Nancy C. Dorian και Jane Η. Hill) για τη μελέτη της στροφής από μια γλώσσα σε άλλη. Αναφέρεται επίσης σε όλες σχεδόν τις σημαντικές στιγμές της σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας με φιλοσοφική κατεύθυνση: Μ. Μπαχτίν, Κ. Burke, Μ. Φουκό, μεταξύ πολλών άλλων.
Με την ιδιότητα του εθνογράφου, ο Λ. Τσιτσιπής έζησε στις αρβανίτικες κοινότητες, τις οποίες μελέτησε, και κατέγραψε συζητήσεις που έγιναν σε φυσικό πλαίσιο, στην τοσκική διάλεκτο, δηλαδή στη νότια αλβανική διάλεκτο, που ομιλείται στις αρβανίτικες κοινότητες στην Ελλάδα. Οι ομιλητές είναι απόγονοι αλβανών μεταναστών που βρίσκονται στη χώρα μας από τον ΙΔ' αιώνα.
Διαπιστώνει ότι υπάρχουν δύο είδη ομιλητών της αρβανίτικης: με ολική και με μερική γλωσσική ικανότητα. Αποκαλεί τους πρώτους ικανούς και τους δεύτερους τελικούς ομιλητές. Οι ομιλητές τελικού σταδίου είναι νεαροί. Παρεμβάλλουν διαρκώς ελληνικές λέξεις στην ομιλία τους, στην οποία υπάρχει μια ενδογενής πολυφωνία και η οποία οφείλεται στην ένταση που δημιουργούν αντικρουόμενα ιδεολογήματα. Ο κ. Τσιτσιπής αποκαλεί αυτή τη μορφή λόγου «ισχνή κειμενικότητα», γιατί δεν αποτελεί μια λεκτική πράξη (εντολή, παράκληση, δήλωση...) αλλά ένα ιδεολογικό σχόλιο. Τα «ισχνά κείμενα» βοηθούν τον τελικό ομιλητή να επικοινωνεί με τα άλλα μέρη της κοινότητας. Αν και οι νέοι σε ηλικία ομιλητές έχουν συχνά αρνητική στάση απέναντι στη γλώσσα τους, η μερική έστω χρήση της αρβανίτικης είναι επιθυμητή για λόγους αλληλεγγύης με την παραδοσιακή κοινότητα, ενώ η αποδοχή της κυρίαρχης γλώσσας είναι θέμα προσαρμογής στα νέα κοινωνικά δεδομένα. Για τον λόγο αυτό οι ομιλητές σχολιάζουν τη γλώσσα τους καθώς τη χρησιμοποιούν. Ο λόγος τους ανάγεται σε μετα-λόγο και περιέχει την πολιτισμική τους τοποθέτηση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο λόγος τους δεν έχει πρωτίστως αναφορική λειτουργία: η έκφραση στάσεων και εθνο-ιστορικής αναδόμησης έχει προτεραιότητα έναντι της ανάγκης να επαληθεύσουν τις πληροφορίες ή τα γεγονότα. Η μεταγλωσσική ή και ποιητική λειτουργία φαίνεται μάλιστα να είναι μια σταθερά του ύφους των τελικών ομιλητών και αναιρεί μια πρώτη εντύπωση του αναγνώστη ότι τα μεταγλωσσικά στοιχεία ίσως προκαλούνται από την παρουσία του εθνογράφου που καταγράφει τους διαλόγους.
Η επιθυμία να ανήκουν στον σύγχρονο κόσμο κάνει τους νέους να συνειδητοποιούν ότι αυτοί μιλούν την «άλλη» γλώσσα. Το ομιλούν υποκείμενο νιώθει ως Αλλος, γι' αυτό και υποτάσσεται σε αυτό που η επίσημη φωνή (με την μπαχτινική έννοια) επιβάλλει. Με γνώμονα πρόσφατες μετα-μαρξιστικές θεωρίες, ο συγγραφέας ξεχωρίζει ανάμεσα σε υποταγή και καταπίεση. Εδώ έχουμε συνείδηση ετερογλωσσίας, ενώ η ετερογλωσσική σύγκρουση με την κυρίαρχη νόρμα (που είναι μονόγλωσση) δημιουργεί πολυφωνικότητα. Μέσα από αυτή τη σύγκρουση αναδύεται μια γλωσσική ιδεολογία: η ελληνική γλώσσα ανάγεται σε κώδικα ισχύος και η αρβανίτικη σε κώδικα αλληλεγγύης.
Για να μελετήσει την αφηγηματική επιτέλεση του λόγου, ο κ. Τσιτσιπής παρακολουθεί τις αφηγηματικές δραστηριότητες της κοινότητας. Οι αφηγήσεις ικανών ομιλητών γίνονται ο χώρος στον οποίο διακρίνει τη γλωσσική ιδεολογία. Σημαντικό θέμα του βιβλίου είναι η γλωσσική πράξη. Γι' αυτό και εξετάζεται η ιδεολογία ως κεντρικό χαρακτηριστικό του λόγου και κυριαρχεί ως δυναμικός παράγων της Ιστορίας. Και όχι μόνον η γλώσσα εμφανίζεται ως ζωντανός οργανισμός που παλεύει για να επιβιώσει και ως προϊόν πολιτισμικής και πολιτικής διαδικασίας, αλλά και η μελέτη της οδηγεί στη ρητορική ερώτηση: Πώς μπορεί να επιζήσει μια κλειστή κοινωνία σε έναν κόσμο με γοργούς ρυθμούς; Ο χώρος και ο χρόνος αναδύονται ως δυνάμεις με ικανότητες αλληλοεπίδρασης.
Η γλωσσική θνησιμότητα, σημαντικό επιστημονικό πεδίο της κοινωνιογλωσσολογίας, μας οδηγεί εδώ, όπως και σε άλλες μελέτες του συγγραφέα, σε μια διαλεκτική ανάμεσα στη δομή και στη χρήση της γλώσσας αφενός, στην ιδεολογία που περικλείει αφετέρου. Η δομή μιας γλώσσας εμπεριέχει ιδεολογικές οπτικές, αλλά και τρόπους θέασης του σύμπαντος, σύμφωνα με τη φαινομενολογία, η οποία έχει επηρεάσει τη σύγχρονη γλωσσολογία.
Αν τοποθετήσουμε τη μελέτη της αρβανίτικης στο πλαίσιο παρόμοιων περιπτώσεων διεθνώς, αντιλαμβανόμαστε ότι ο ομιλητής ξεκινά από μυθολογικά δεδομένα για να αναφερθεί στην τρέχουσα πραγματικότητα ακόμη και στην τεχνική της ομιλίας. Η μελέτη συμβολικών δεικτών, όπως είναι το «εδώ», σε σύγκριση με άλλες γλώσσες υπό εξαφάνιση (ινδιάνικες, κελτικές), δείχνει την παγκοσμιότητα του φαινομένου. Αν μια «κλασική» γλώσσα με γραπτά κείμενα μεταβάλλεται σε «νεκρή», η γλώσσα με αποκλειστικά προφορικό λόγο εξαφανίζεται.
Αυτή η γενίκευση δίνει στον συγγραφέα την ευκαιρία για άκρως ενδιαφέρουσες επισημάνσεις που αφορούν την τεχνική της αφήγησης και τον ενεργό ρόλο του ακροατή. Ο αφηγητής, λόγω ηλικίας και κύρους, είναι σύμβολο εξουσίας ή και παντογνωσίας, ενώ η συμβολική οντότητα του αφηγητή επηρεάζει την ποιότητα της αφήγησης. Εδώ ο κ. Τσιτσιπής χρησιμοποιεί ως υπόβαθρο την κοινωνιολογική-πολυφωνική ποιητική του Μπαχτίν, για να ερμηνεύσει μη έντεχνο λόγο. Οι αναλύσεις του έχουν το πλεονέκτημα να εντάσσουν την εξέταση των σχέσεων γλώσσας και ιδεολογίας στο περιβάλλον του καθημερινού λόγου. Η μελέτη οδηγεί στην ποιητική χρήση και λειτουργία της γλώσσας, χάρη στην εθνοποιητική αλλά και στη μπαχτινική έννοια της πολυφωνικής λέξης (όπως ο ρώσος φιλόσοφος της λογοτεχνίας και της γλώσσας επισήμανε στο βιβλίο του Θέματα ποιητικής του Ντοστογέφσκι). Η θεωρία του Μπαχτίν, σύμφωνα με την οποία η λέξη εμπεριέχει ταυτόχρονα πολλαπλές ιδεολογικές θέσεις, επιτρέπει στον συγγραφέα να χρησιμοποιεί με πρωτότυπο τρόπο την έννοια της γλωσσικής επιτέλεσης (όπως προτάθηκε από τον Hymes), για να μελετήσει τη γλωσσική θνησιμότητα. Επιτέλεση είναι η ευθύνη που αναλαμβάνει ο ομιλητής για την επίδειξη επικοινωνιακής ικανότητας μπροστά σε ένα ακροατήριο που τον αξιολογεί. Η ομιλία ξεφεύγει από το περι-κείμενο και εκτίθεται σε επίδειξη. Επενδύεται επομένως με αισθητική οπτική. Η σχέση ομιλητή και ακροατηρίου εμφανίζεται ως δυναμική και μετασχηματιστική: κατά τη διαδικασία της ομιλίας η σύνθεση του ακροατηρίου επηρεάζει διαλεκτικά τη δομή του λόγου.
Ο Λ. Τσιτσιπής πραγματεύεται ένα θέμα που έχει μελετήσει σε βάθος και από διαφορετικές οπτικές. Η αρβανίτικη γλώσσα, όπως τα ινδιάνικα και τα κελτικά ιδιώματα, είναι ίσως θύμα ενός κόσμου που καταρρέει, για να δώσει τη θέση του σε νέες δυναμικές, η εικόνα που παρουσιάζει ωστόσο δεν είναι εικόνα αντίστασης αλλά διαλόγου των πολιτισμών και ενίσχυσης των δεσμών ανάμεσα στα μέλη ομάδων που εξακολουθούν να επικοινωνούν μεταξύ τους με συναισθηματικούς κώδικες.
Η κυρία Ζωή Σαμαρά είναι καθηγήτρια της Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Γαλλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=47&artId=93791&dt=09/05/1999
Στα αρβανίτικα - TO BHMA