# Η γιαγιά μου, από την πλευρά της μητέρας μου ήταν αρβανίτισα.Η οικογένειά της ειχε εγκατασταθεί στις αρχές του 19ου αιώνα στην Αττική και το πατρικό της σπίτι ήταν στο Μπραχάμι μεχρι το 1910 που μετακινήθηκε στο Καλαμάκι και στον Πειραιά…. Δεν μιλούσε αρβανίτικα η γιαγιά και φυσικά καυχιόταν για το ότι ηταν και αισθανόταν ελληνίδα…Παραθέτω ένα κομματι για τους αρβανίτες που βρήκα στο αρχείο :
—————
Με τον όρο Αρβανίτες ονομάζονται οι πρώην κάτοικοι της Αλβανίας, οι οποίοι, λόγω των αναστατώσεων στη Βαλκανική, τον 13ο αι. μετακινούνται εκούσια ή ακούσια σε διάφορες άλλες χώρες της περιοχής ενώ πολλοί από αυτούς καταλήγουν σε περιοχές της Ελλάδας. Εδώ γίνονται γνωστοί με το όνομα Αρβανίτες, αφομοιώνονται από τους ντόπιους, και ακόμη πολεμούν μαζί τους εναντίον των Τούρκων.
Διατήρησαν μόνο το γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο σταδιακά εξαλείφεται, ενώ πολιτιστικά, κοινωνικά και εθνικά αφομοιώθηκαν πλήρως αποκτώντας όπως και οι Βλάχοι, ελληνική εθνική συνείδηση και αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες.
Η ιστορία των αρβανιτών ή αλβανιτών ξεκινά από την Αλβανία του 13ου αιώνα, όπου ο λαός της περιοχής στον οποίο ανάμεσα βρίσκουμε και κάποιους Έλληνες, βιώνει μεγάλες αλλαγές στο παλαιό σύστημα των φατριών και των ισχυρών δεσμών που αυτές ανέπτυσσαν τους προηγούμενους αιώνες. Είναι πολλές οι πληροφορίες που αντλούνται από τα τραγούδια τους όπου εξαίρεται η φατρία (φάρα) και η ένορκη υπόσχεση (μπέσα) που χαρακτηρίζει αυτές τις κατά βάση γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες.
Όταν δημιουργήθηκε το κράτος της Ηπείρου, ο παλαιός δεσμός που είχαν οι Αλβανοί με την ελληνική αυτοκρατορία επιβεβαιώθηκε, και έτσι, στις στις αρχές του 13ου αιώνα τάχθηκαν με το μέρος της Ηπείρου εναντίον των Σλάβων και των Βενετών. Για τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι Αλβανοί κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων τα οφέλη δεν επέστρεψαν στο λαό αλλά στην αλβανική αριστοκρατία των αρχηγών των φατριών οι οποίοι και έπαιρναν σημαντικούς αυλικούς τίτλους.
Αυτοί οι αριστοκράτες, τοποθετούνταν επικεφαλής πολλών περιοχών, διαβρώνοντας έτσι σταδιακά το παλιό διοικητικό σύστημα. Από παραδοσιακοί πατριαρχικοί αρχηγοί, μεταλλάσσονταν σε άρχοντες, οι οποίοι στις σχέσεις τους με τα μέλη των φατριών δεν είχαν πλέον καμία ισονομία και οι απαιτήσεις τους αψηφούσαν το παλιό εθιμικό δίκαιο.
Το καινούργιο καθεστώς που επέβαλλαν οι άρχοντες αυτοί στη γη, αποστερούσε την περιουσία από τους κατοίκους που συχνά έχαναν και την ελευθερία τους πωλούμενοι ως σκλάβοι.
Προσπαθώντας να ξεφύγουν από την νέα αυτή κατάσταση, υποχρεώθηκαν να αποκτήσουν νομαδικές συνήθειες, βλέποντας ως μοναδική λύση στα προβλήματα που δημιουργούσε η μονοπώληση των αλβανικών εδαφών από τους άρχοντες που γίνονταν όλο και πιο βίαιοι, τη μετανάστευση. Πέρα όμως από τις μεταβολές αυτές που τάραξαν σε βάθος την κοινωνία τους, μία ακόμη αιτία εκπατρισμού αποτελούσε πλέον η οθωμανική εισβολή.
Έτσι, οι Αλβανοί ξεκίνησαν την πορεία τους συντασσόμενοι εκ νέου γύρω από αρχηγούς φατριών που για διαφόρους λόγους δεν είχαν κατορθώσει να μιμηθούν τους νέους γαιοκτήμονες.
Οι πηγές αναφέρουν ότι η διά θαλάσσης μετανάστευση άρχισε δειλά γύρω στο 1280, ενώ οι χερσαίες μεταναστεύσεις πρέπει να τοποθετηθούν στα τέλη του 13ου αι. αφού υπάρχουν αναφορές για παρουσία Αλβανών στη Θεσσαλία γύρω στα 1315.
Από τότε, όλοι οι Αλβανοί που απαντώνται εκτός Αλβανίας παρουσιάζονται ως γνήσιοι νομάδες, και τους συναντούμε από τη Θεσσαλία ως την Αττική και από την Ακαρνανία ως τα νότια της Πελοποννήσου. Ατομικά ή συλλογικά, η αλβανική αυτή μετανάστευση εμφανίζεται ως αντίδραση φυγής σε μία κοινωνική καταπίεση που είχε γίνει αφόρητη, και στην καταστροφή των πλαισίων διαβίωσης έξω από τα οποία ο λαός αισθανόταν αποπροσανατολισμένος.
Οι φατρίες, μαζί με τους αρχηγούς έμειναν πιστές στην Ορθοδοξία, και περιχαρακώθηκαν έτσι μέσα σε παραδόσεις που οι άρχοντες των ακτών αντάλλαξαν με το λατινικό δόγμα.
Η Θεσσαλία υπήρξε η πρώτη ελληνική επαρχία που δέχτηκε τις αλβανικές μεταναστεύσεις και σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης, μετά τη Θεσσαλία πήγαν στο εσωτερικό της Μακεδονίας και έφθασαν ως την Καστοριά. Μαζί τους έφεραν και τα προτερήματά τους ως γεωργοί.
Καθώς τα κύματα των μεταναστών δεν έρχονταν πάντα με ειρηνικές διαθέσεις, αρχικά πολλές περιοχές τους δέχτηκαν με δυσπιστία. Κάποιες όμως φάνηκαν να ενθουσιάζονται με την παρουσία τους καθώς ήταν μια σημαντική ευκαιρία να αποκαταστήσουν τις καταπονημένες γαίες με νέο εργατικό δυναμικό.
Από το σύνολο των μεταναστών, όσοι έφτασαν στην Πελοπόννησο και είχαν εγκατασταθεί σε δυσπρόσιτες ορεινές ζώνες, σχημάτιζαν συμπαγείς ομάδες. Καθώς συχνά δεν είχαν ενδοιασμό να τεθούν υπό τις διαταγές ενός έλληνα άρχοντα, που ήταν απευθείας απόγονος της παλαιάς αυτοκρατορικής δυναστείας, μαζί με τους Έλληνες αποτέλεσαν βασική εστία αντίστασης στους Οθωμανούς. Με την υιοθέτηση κοινής στάσης, οι ελληνο-αλβανικές ενώσεις, διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821, καθώς οι Αρβανίτες είχαν πλήρως αποδεχθεί τη διπλή καταγωγή τους.
Συμπερασματικά, οι Αρβανίτες υπήρξαν για την Ελλάδα ιδανικός προμηθευτής εργατικού δυναμικού, ενδυνάμωσαν τις τάξεις του τοπικού πληθυσμού και συνέβαλλαν σημαντικά στον αγώνα του εναντίον του μουσουλμάνου αντιπάλου. Έλληνες και Αρβανίτες, κατάφεραν μέσα από αντιπαραθέσεις και συμβιβασμούς, να καταλήξουν σε μια κοινή ζωή, χωρίς να αλλοιωθεί ο κυρίαρχος ελληνικός χαρακτήρας, η αφομοιωτική δύναμη του οποίου μπόρεσε να ενσωματώσει τα μεταναστευτικά αυτά κύματα.
http://pontosandaristera.wordpress.com/2008/09/19/19-9-2008/
—————
Με τον όρο Αρβανίτες ονομάζονται οι πρώην κάτοικοι της Αλβανίας, οι οποίοι, λόγω των αναστατώσεων στη Βαλκανική, τον 13ο αι. μετακινούνται εκούσια ή ακούσια σε διάφορες άλλες χώρες της περιοχής ενώ πολλοί από αυτούς καταλήγουν σε περιοχές της Ελλάδας. Εδώ γίνονται γνωστοί με το όνομα Αρβανίτες, αφομοιώνονται από τους ντόπιους, και ακόμη πολεμούν μαζί τους εναντίον των Τούρκων.
Διατήρησαν μόνο το γλωσσικό ιδίωμα, το οποίο σταδιακά εξαλείφεται, ενώ πολιτιστικά, κοινωνικά και εθνικά αφομοιώθηκαν πλήρως αποκτώντας όπως και οι Βλάχοι, ελληνική εθνική συνείδηση και αυτοπροσδιορίζονται ως Έλληνες.
Η ιστορία των αρβανιτών ή αλβανιτών ξεκινά από την Αλβανία του 13ου αιώνα, όπου ο λαός της περιοχής στον οποίο ανάμεσα βρίσκουμε και κάποιους Έλληνες, βιώνει μεγάλες αλλαγές στο παλαιό σύστημα των φατριών και των ισχυρών δεσμών που αυτές ανέπτυσσαν τους προηγούμενους αιώνες. Είναι πολλές οι πληροφορίες που αντλούνται από τα τραγούδια τους όπου εξαίρεται η φατρία (φάρα) και η ένορκη υπόσχεση (μπέσα) που χαρακτηρίζει αυτές τις κατά βάση γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες.
Όταν δημιουργήθηκε το κράτος της Ηπείρου, ο παλαιός δεσμός που είχαν οι Αλβανοί με την ελληνική αυτοκρατορία επιβεβαιώθηκε, και έτσι, στις στις αρχές του 13ου αιώνα τάχθηκαν με το μέρος της Ηπείρου εναντίον των Σλάβων και των Βενετών. Για τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι Αλβανοί κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων τα οφέλη δεν επέστρεψαν στο λαό αλλά στην αλβανική αριστοκρατία των αρχηγών των φατριών οι οποίοι και έπαιρναν σημαντικούς αυλικούς τίτλους.
Αυτοί οι αριστοκράτες, τοποθετούνταν επικεφαλής πολλών περιοχών, διαβρώνοντας έτσι σταδιακά το παλιό διοικητικό σύστημα. Από παραδοσιακοί πατριαρχικοί αρχηγοί, μεταλλάσσονταν σε άρχοντες, οι οποίοι στις σχέσεις τους με τα μέλη των φατριών δεν είχαν πλέον καμία ισονομία και οι απαιτήσεις τους αψηφούσαν το παλιό εθιμικό δίκαιο.
Το καινούργιο καθεστώς που επέβαλλαν οι άρχοντες αυτοί στη γη, αποστερούσε την περιουσία από τους κατοίκους που συχνά έχαναν και την ελευθερία τους πωλούμενοι ως σκλάβοι.
Προσπαθώντας να ξεφύγουν από την νέα αυτή κατάσταση, υποχρεώθηκαν να αποκτήσουν νομαδικές συνήθειες, βλέποντας ως μοναδική λύση στα προβλήματα που δημιουργούσε η μονοπώληση των αλβανικών εδαφών από τους άρχοντες που γίνονταν όλο και πιο βίαιοι, τη μετανάστευση. Πέρα όμως από τις μεταβολές αυτές που τάραξαν σε βάθος την κοινωνία τους, μία ακόμη αιτία εκπατρισμού αποτελούσε πλέον η οθωμανική εισβολή.
Έτσι, οι Αλβανοί ξεκίνησαν την πορεία τους συντασσόμενοι εκ νέου γύρω από αρχηγούς φατριών που για διαφόρους λόγους δεν είχαν κατορθώσει να μιμηθούν τους νέους γαιοκτήμονες.
Οι πηγές αναφέρουν ότι η διά θαλάσσης μετανάστευση άρχισε δειλά γύρω στο 1280, ενώ οι χερσαίες μεταναστεύσεις πρέπει να τοποθετηθούν στα τέλη του 13ου αι. αφού υπάρχουν αναφορές για παρουσία Αλβανών στη Θεσσαλία γύρω στα 1315.
Από τότε, όλοι οι Αλβανοί που απαντώνται εκτός Αλβανίας παρουσιάζονται ως γνήσιοι νομάδες, και τους συναντούμε από τη Θεσσαλία ως την Αττική και από την Ακαρνανία ως τα νότια της Πελοποννήσου. Ατομικά ή συλλογικά, η αλβανική αυτή μετανάστευση εμφανίζεται ως αντίδραση φυγής σε μία κοινωνική καταπίεση που είχε γίνει αφόρητη, και στην καταστροφή των πλαισίων διαβίωσης έξω από τα οποία ο λαός αισθανόταν αποπροσανατολισμένος.
Οι φατρίες, μαζί με τους αρχηγούς έμειναν πιστές στην Ορθοδοξία, και περιχαρακώθηκαν έτσι μέσα σε παραδόσεις που οι άρχοντες των ακτών αντάλλαξαν με το λατινικό δόγμα.
Η Θεσσαλία υπήρξε η πρώτη ελληνική επαρχία που δέχτηκε τις αλβανικές μεταναστεύσεις και σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης, μετά τη Θεσσαλία πήγαν στο εσωτερικό της Μακεδονίας και έφθασαν ως την Καστοριά. Μαζί τους έφεραν και τα προτερήματά τους ως γεωργοί.
Καθώς τα κύματα των μεταναστών δεν έρχονταν πάντα με ειρηνικές διαθέσεις, αρχικά πολλές περιοχές τους δέχτηκαν με δυσπιστία. Κάποιες όμως φάνηκαν να ενθουσιάζονται με την παρουσία τους καθώς ήταν μια σημαντική ευκαιρία να αποκαταστήσουν τις καταπονημένες γαίες με νέο εργατικό δυναμικό.
Από το σύνολο των μεταναστών, όσοι έφτασαν στην Πελοπόννησο και είχαν εγκατασταθεί σε δυσπρόσιτες ορεινές ζώνες, σχημάτιζαν συμπαγείς ομάδες. Καθώς συχνά δεν είχαν ενδοιασμό να τεθούν υπό τις διαταγές ενός έλληνα άρχοντα, που ήταν απευθείας απόγονος της παλαιάς αυτοκρατορικής δυναστείας, μαζί με τους Έλληνες αποτέλεσαν βασική εστία αντίστασης στους Οθωμανούς. Με την υιοθέτηση κοινής στάσης, οι ελληνο-αλβανικές ενώσεις, διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα του 1821, καθώς οι Αρβανίτες είχαν πλήρως αποδεχθεί τη διπλή καταγωγή τους.
Συμπερασματικά, οι Αρβανίτες υπήρξαν για την Ελλάδα ιδανικός προμηθευτής εργατικού δυναμικού, ενδυνάμωσαν τις τάξεις του τοπικού πληθυσμού και συνέβαλλαν σημαντικά στον αγώνα του εναντίον του μουσουλμάνου αντιπάλου. Έλληνες και Αρβανίτες, κατάφεραν μέσα από αντιπαραθέσεις και συμβιβασμούς, να καταλήξουν σε μια κοινή ζωή, χωρίς να αλλοιωθεί ο κυρίαρχος ελληνικός χαρακτήρας, η αφομοιωτική δύναμη του οποίου μπόρεσε να ενσωματώσει τα μεταναστευτικά αυτά κύματα.
http://pontosandaristera.wordpress.com/2008/09/19/19-9-2008/