Η τηλεταινία σε σκηνοθεσία του ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΛΗΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, βασισμένη στο διήγημα του ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ, παρουσιάζει την σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση της ιστορίας ενός Έλληνα στρατιώτη την περίοδο του πολέμου. Ο Έλληνας βαδίζει στα βουνά της ΑΛΒΑΝΙΑΣ και κατευθύνεται στο ΔΕΛΒΙΝΟ. Με το μουλάρι του φορτωμένο με υγειονομικό υλικό, κουράζεται από το περπάτημα και ζητά καταφύγιο στο σπίτι ενός γέροντα Αρβανίτη Τόσκου.
00:13:16:00 - 00:25:57:24 :: |Δ:00:12:41:24|
Μέσα στο χαμόσπιτο του γέροντα Αρβανίτη Τόσκου. Έχουν μπει ο Αρβανίτης και ο Έλληνας στρατιώτης. Ο Αρβανίτης έχει προλάβει να κρύψει το γιο του και λέει στον Έλληνα να κρεμάσει τα ρούχα του να στεγνώσουν και κατόπιν να φύγει. Ο Έλληνας βλέπει μια παλιά φωτογραφία του άλλου γιου του γέροντα ονόματι ΓΚΙΓΚΙ ΜΗΤΡΟ από την ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ το έτος 1937. Έπειτα κάθεται κοντά στη φωτιά. Ο Αρβανίτης του δείχνει τη φωτογραφία και του λέει ότι είναι ο γιος του. Τον θυμάται, του λέει τα χαρακτηριστικά του και ότι έχει ένα μικρό κόμπιασμα στη φωνή. Ο δύσπιστος Αρβανίτης πείθεται τελικά ότι τον γνωρίζει και τον φιλοξενεί. Ο Αρβανίτης πηγαίνει για λίγο στο διπλανό δωμάτιο για να δει τον πληγωμένο γιο του και ξανάρχεται. Προσφέρει στον Έλληνα τσίπουρο. Ακούμε τις σκέψεις του Έλληνα: Πίνει και θυμάται την ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ, τα ταξίδια του και τους Αρβανίτες της ΧΙΜΑΡΑΣ που δούλευαν στους φούρνους. Τον ΓΚΙΓΚΙ ΜΗΤΡΟ δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ του. Του είπε ότι παντρεύτηκε στη ΔΡΟΒΙΑΝΗ. Ο Αρβανίτης του λέει ότι έφυγε δύο μέρες πριν μαζί με τη γυναίκα του Αρβανίτη, ακολουθώντας τους Ιταλούς. Φοβήθηκε, λέει, τα ελληνικά λεφούσια. Ο ίδιος έμεινε για τα πρόβατα. Ο Αρβανίτης πηγαίνει πάλι στο διπλανό δωμάτιο να δει τον άλλο του γιο και ξαναμπαίνει. Ο Έλληνας σκέφτεται ότι αν έμπαινε ο ΓΚΙΓΚΙ ΜΗΤΡΟΣ στο σπίτι δε θα είχε να φοβηθεί τίποτα. Μιλήσανε για τον ΓΚΙΓΚΙ ΜΗΤΡΟ, χωρίς ποτέ ο στρατιώτης να τον έχει δει. Ο Αρβανίτης τον ρωτάει αν είναι Χριστιανός, ο Έλληνας του αντιστρέφει το ερώτημα, ο Αρβανίτης απαντάει ότι αλλαξοπίστησε με τη βία. Επισημαίνει ότι η γυναίκα του και η γιαγιά του είναι Χριστιανές και του δείχνει ένα θαυματουργό βυζαντινό κειμήλιο. Στην ερώτηση του Αρβανίτη αν πιστεύει στον Θεό, ο Έλληνας απαντάει ότι πιστεύει «στο φιλότιμο, στην καλοσύνη, στην μπέσα». Του λέει να πάνε μέσα να του δείξει το γιο του.
Κεφάλαιο 14
00:25:58:00 - 00:39:49:00 :: |Δ:00:13:51:00|
Στο πρώτο δωμάτιο του χαμόσπιτου. Εκεί βρίσκεται ο γέροντας Αρβανίτης Τόσκος. Μπαίνει ο Έλληνας στρατιώτης που έχει τελειώσει το γιατροσόφιασμα στο γιο του Αρβανίτη. Του λέει ότι σε δύο εβδομάδες θα περπατάει. Ο Έλληνας κάθεται, κάνει τσιγάρο, προσφέρει στον Αρβανίτη, παίρνει. Ο Αρβανίτης του λέει ότι θα του προσφέρει φαγητό, ο Έλληνας του λέει ότι πια δεν πεινάει. Ο Αρβανίτης του λέει ότι τώρα μπορεί να εξηγήσει γιατί δεν του άνοιξε πριν, ανταπαντά ότι θα μπορούσε να κοιμηθεί στο σταύλο. Ο Αρβανίτης απαντά ότι εκεί είχε κρύψει την αρματωσιά του. Ο Αρβανίτης του μιλάει για τη συμμετοχή των Αρβανιτών Γκέγκηδων στον πόλεμο με τους Ιταλούς και ότι οι Αρβανίτες Τόσκοι αγαπούν τους Έλληνες και ότι πήγαν με τους Ιταλούς με το ζόρι. Ο Έλληνας λέει να φύγει και ο Αρβανίτης τον σταματά, γιατί υπάρχουν λύκοι στον τόπο. Μένει. Τρώει. Αφού τελειώνει το φαγητό ο Αρβανίτης ξαπλώνει, ο Έλληνας κοιτάζει μια φωτογραφία, ξαπλώνει κι εκείνος κοντά στη φωτιά.
ΒΛΕΠΕ VIDEO:http://www.ert-archives.gr/V3/public/pop-view.aspx?tid=7476&tsz=0&act=mMainView