H «μαυροφόρα απελπισιά» του Κρυφού Σχολειού (μέρος 1ο)
03/10/2008 από Po
(Οφειλόμενη απάντηση στις εθνικοθρησκευτικές σαπουνόπερες του Διαδικτύου)
Γράμμα από το Ληξούρι: Αναγνώστης Λασκαράτος
Κύριε Ροΐδη,
O Λίνος Πολίτης σε λόγο για την 25η Μάρτη 1956 που εκφώνησε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αποκάλεσε το κρυφό σχολειό “ιστορικό ψέμμα“, κατάλληλο για τους εραστές των “γλυκερών ιστορικών φαντασιώσεων“. Ο Γ. Βλαχογιάννης σε μελέτημά του το 1945 (15-8, «N.Eστία») διαπιστώνει: “Κρυφό σκολειό πουθενά δε στάθηκε σε χωριά ή σε χώρες. Οι Τούρκοι ποτέ δεν απαγόρεψαν τα σκολειά….δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία, που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σκολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίτοτε που να κάνη λόγο για το σκολειό». Τις μαρτυρίες επισημαίνει ο καθηγητής Άλ. Αγγέλου, που σε εμπεριστατωμένη έρευνά του έδωσε την χαριστική βολή στους στο κλασσικό πλέον έργο του “Το κρυφό σχολειό-Χρονικό ενός μύθου”. (Εκδ.Εστία, 1997). Εκεί μεταφέρει την ομολογία του αρχιμανδρίτη Νεόφ. Βάμβα, όπως διατυπώθηκε το 1820 στην Χίο, στον διπλωμάτη και συγγραφέα de Marcellus: “Είτε από αδιαφορία είτε ως αρχή, η Υψηλή Πύλη δεν αντιτάχθηκε καθόλου στην πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας. Οι πραγματικότεροι εχθροί σε αυτήν την ευτυχισμένη παλιγγενεσία βρίσκονται στους κόλπους μας, και αν οι προσπάθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προλήψεις ή την αδιαφορία αυτού του ισχυρού κλήρου……λίγα θα απομείνουν να κάνουμε απέναντι στους Τούρκους“. Η Εκκλησία εξαπατά επιδεικνύοντας με το αζημίωτο στις αγέλες των τουριστών «Κρυφά Σχολειά” στη Δημητσάνα, στη Πεντέλη και αλλού όπου φυτρώνουν όπως θα δούμε σαν μανιτάρια. Ο Αγγέλου καταγράφει και την μαρτυρία του Δημητσανίτη γραμματέα του Κολοκοτρώνη Μιχ. Οικονόμου, ο οποίος στα απομνημονεύματά του ομολογεί πως η λατρεία των Χριστιανών ήταν ελεύθερη και “επροστατεύετο δε και ελευθέρως ενηργείτο και η εκπαίδευσις“. Ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη δεν μνημονεύει το παραμικρό για το πολυδιαφημιζόμενο “Κρυφό Σχολειό” της ιδιαίτερης πατρίδας του, στην οποία και σπούδασε. Ο συμπατριώτης του καθηγητής του Πανεπιστημίου Ευθ. Καστόρχης, στο έργο του για την σχολή της Δημητσάνας (1847), δεν λέει κουβέντα για κρυφό σχολειό. Ο Ι.Χατζηδάκης και ο Κ.Μαλτέζος, με ανακοινώσεις τους στο πανεπιστήμιο Αθηνών κατά τις επετείους της 25ης (1888, 1922) απέρριψαν τον μύθο του Κρυφού Σχολειού. Ο ίδιος ο μακαρίτης δεσπότης Δημητσάνας (Γόρτυνος) Θεόφιλος, παλιός αρθρογράφος του χουντικού «Ελεύθερου Κόσμου», ομολογεί: “Νομίζω ότι αυτά…… είναι ένας μύθος που καλλιεργήθηκε μετεπαναστατικά. Κρυφά Σχολειά που να πήγαιναν όπως στις κατακόμβες οι πρώτοι Χριστιανοί δεν υπήρξαν…” (Εφημερ. “Εξουσία”, Ν.Μπάτσης, 24-3-1998.). O λόγιος πατριαρχικός αξιωματούχος Μ. Γεδεών ομολογεί: “Μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνω εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων…… βεζίρην ή αγιάνην, ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ή οικοδομήν” («Ιστορία των του Χριστού πενήτων»). Ακόμη και ο κ. Γιώργος Μεταλληνός στην «Τουρκοκρατία» του, παραδέχεται πως τα κρυφά σχολειά είναι «ατεκμηρίωτο ιστορικά» και πως τίποτα «δεν αποδεικνύει επίσημα καθιερωμένη και συστηματική δίωξη της παιδείας από τους Τούρκους», αποδίδοντας τον μύθο στην «ταπεινή φροντίδα» της Εκκλησίας για τα γράμματα στους νάρθηκες και στις μονές.
O Λίνος Πολίτης σε λόγο για την 25η Μάρτη 1956 που εκφώνησε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης αποκάλεσε το κρυφό σχολειό “ιστορικό ψέμμα“, κατάλληλο για τους εραστές των “γλυκερών ιστορικών φαντασιώσεων“. Ο Γ. Βλαχογιάννης σε μελέτημά του το 1945 (15-8, «N.Eστία») διαπιστώνει: “Κρυφό σκολειό πουθενά δε στάθηκε σε χωριά ή σε χώρες. Οι Τούρκοι ποτέ δεν απαγόρεψαν τα σκολειά….δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία, που να βεβαιώνει την ύπαρξη κρυφού σκολειού, όμως ούτ’ εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίτοτε που να κάνη λόγο για το σκολειό». Τις μαρτυρίες επισημαίνει ο καθηγητής Άλ. Αγγέλου, που σε εμπεριστατωμένη έρευνά του έδωσε την χαριστική βολή στους στο κλασσικό πλέον έργο του “Το κρυφό σχολειό-Χρονικό ενός μύθου”. (Εκδ.Εστία, 1997). Εκεί μεταφέρει την ομολογία του αρχιμανδρίτη Νεόφ. Βάμβα, όπως διατυπώθηκε το 1820 στην Χίο, στον διπλωμάτη και συγγραφέα de Marcellus: “Είτε από αδιαφορία είτε ως αρχή, η Υψηλή Πύλη δεν αντιτάχθηκε καθόλου στην πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας. Οι πραγματικότεροι εχθροί σε αυτήν την ευτυχισμένη παλιγγενεσία βρίσκονται στους κόλπους μας, και αν οι προσπάθειές μας κατορθώσουν να δαμάσουν τις προλήψεις ή την αδιαφορία αυτού του ισχυρού κλήρου……λίγα θα απομείνουν να κάνουμε απέναντι στους Τούρκους“. Η Εκκλησία εξαπατά επιδεικνύοντας με το αζημίωτο στις αγέλες των τουριστών «Κρυφά Σχολειά” στη Δημητσάνα, στη Πεντέλη και αλλού όπου φυτρώνουν όπως θα δούμε σαν μανιτάρια. Ο Αγγέλου καταγράφει και την μαρτυρία του Δημητσανίτη γραμματέα του Κολοκοτρώνη Μιχ. Οικονόμου, ο οποίος στα απομνημονεύματά του ομολογεί πως η λατρεία των Χριστιανών ήταν ελεύθερη και “επροστατεύετο δε και ελευθέρως ενηργείτο και η εκπαίδευσις“. Ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη δεν μνημονεύει το παραμικρό για το πολυδιαφημιζόμενο “Κρυφό Σχολειό” της ιδιαίτερης πατρίδας του, στην οποία και σπούδασε. Ο συμπατριώτης του καθηγητής του Πανεπιστημίου Ευθ. Καστόρχης, στο έργο του για την σχολή της Δημητσάνας (1847), δεν λέει κουβέντα για κρυφό σχολειό. Ο Ι.Χατζηδάκης και ο Κ.Μαλτέζος, με ανακοινώσεις τους στο πανεπιστήμιο Αθηνών κατά τις επετείους της 25ης (1888, 1922) απέρριψαν τον μύθο του Κρυφού Σχολειού. Ο ίδιος ο μακαρίτης δεσπότης Δημητσάνας (Γόρτυνος) Θεόφιλος, παλιός αρθρογράφος του χουντικού «Ελεύθερου Κόσμου», ομολογεί: “Νομίζω ότι αυτά…… είναι ένας μύθος που καλλιεργήθηκε μετεπαναστατικά. Κρυφά Σχολειά που να πήγαιναν όπως στις κατακόμβες οι πρώτοι Χριστιανοί δεν υπήρξαν…” (Εφημερ. “Εξουσία”, Ν.Μπάτσης, 24-3-1998.). O λόγιος πατριαρχικός αξιωματούχος Μ. Γεδεών ομολογεί: “Μέχρι σήμερον ουδαμού ανέγνω εν ομαλή καταστάσει πραγμάτων…… βεζίρην ή αγιάνην, ή σουλτάνον εμποδίσαντα σχολείου σύστασιν, ή οικοδομήν” («Ιστορία των του Χριστού πενήτων»). Ακόμη και ο κ. Γιώργος Μεταλληνός στην «Τουρκοκρατία» του, παραδέχεται πως τα κρυφά σχολειά είναι «ατεκμηρίωτο ιστορικά» και πως τίποτα «δεν αποδεικνύει επίσημα καθιερωμένη και συστηματική δίωξη της παιδείας από τους Τούρκους», αποδίδοντας τον μύθο στην «ταπεινή φροντίδα» της Εκκλησίας για τα γράμματα στους νάρθηκες και στις μονές.
Το μόνο ερώτημα που χωράει εδώ είναι γιατί το πατριαρχείο με τον πακτωλό των χρημάτων που διέθετε από τις φορολογίες του κοπαδιού του, τα συγχωροχάρτια του, τις πωλήσεις των επισκοπών, την εμπορία των λειψάνων και των μυστηρίων, τις εισπράξεις των εικόνων που δακρύζουν κλπ δεν άνοιξε σχολεία σε κάθε πόλη και κεφαλοχώρι. Σχολεία που πέρα από την θρησκευτική κατήχηση, όφειλαν να διασώζουν και να καλλιεργούν τις γλώσσες των λαών που ελέω Πατισάχ διαφέντευε, τη βλάχικη, την αλβανική, τη βουλγάρικη, την τουρκική, την αραβική κλπ και όχι μόνο την λειτουργική του γλώσσα δηλαδή την ελληνική που αφορούσε μικρό τμήμα του ποιμνίου. Επιπρόσθετα ώφειλε να είχε μεταφράσει τα ιερά του κείμενα σε όλες τις παραπάνω γλώσσες για την πνευματική οικοδόμηση των πιστών, όπως υποτίθεται πως είχε διαταχθεί από τον Χριστό, ο οποίος πώς να το κάνουμε δεν «ενσαρκώθηκε» αποκλειστικά για την Αρεία ελληνική φυλή.
Ένα άλλο θέμα, είναι η Ηθική των ορθόδοξων μεντρεσέδων, που λειτουργούσαν ολοφάνερα και γινόντουσαν φυτώρια σκανδάλων. Aν δούμε τι συνέβαινε στην Κιβωτό του Έθνους στο Άγιο Όρος, αυτό που πλάνεψε σοσιαλιστές υπουργούς και πρωθυπουργούς του «μεσαίου χώρου». Ο Κωνσταντίνος Σάθας διαπιστώνει πως “...αι εν τω Άθωνι πολυάριθμοι μοναί, απορροφώσαι τα πλούσια ελέη του ορθοδόξου πληρώματος” “ούδ’επ’ελάχιστον εξεπλήρωσαν την μεγάλην ταύτην αποστολήν” της μόρφωσης του Ελληνισμού, “ουδέν σχολείον συνέστη εν Μετεώροις και εν Άθωνι” ενώ “και η μόλις περί τους υστάτους χρόνους ιδρυθείσα…Αθωνιάς σχολή, πρόξενος πολλών σκανδάλων εγένετο και ανηλεώς διελύθη. Την αυτήν δε τύχην υπέστη και η ….Αθωνιάς τυπογραφία” (Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία 1872, τ.Γ΄, σ.ο΄). Ο δάσκαλος του Γένους Χριστόδουλος Παμπλέκης, μαθητής της κακόφημης Αθωνιάδας απαντά το 1793 από την Λειψία στο δεσπότη του Πλαταμώνα Διονύσιο: “…κάτω εις την αμπελικήν του μοναστηρίου, όχι μόνον έτρωγες και έπινες, ουδέ μόνον ετραγώδεις και εχόρευες με τας λύρας, αλλά και σαρίκι γυναικείον έβανες εις την κεφαλήν σου, και πιστολιαίς έριπτες περιπατών με τους πόδας γυμνούς έως τα γόνατα….οι καλόγκαιροι εφώναζον και σας πουτ…του σχολείου…….οι καλόγκαιροι εφώναζον και ημάς τους ιδίους πουτ…και πούσ…, το οποίον ημείς δεν το καταδεχόμεθα……Διά τούτο εδιώχθην κύριε Ντελή Δήμο (δια να μην είπω άγιε απόστολε) και όχι μόνον εγώ….όσοι δεν ευχαριστούντο εις τας ασελγείας, ακολασίας….” (Ι.Μοισιόδακος “Απολογία”, επιμ. Ά.Αγγέλου, σ.οθ΄).
Στην Τουρκοκρατία υπήρχαν πολλοί οικοδιδάσκαλοι και λειτουργούσαν ελεύθερα τα ελληνικά σχολεία, τα περισσότερα από αυτά κάτω από εκκλησιαστικό έλεγχο, αφού η Εκκλησία διέθετε χρήμα και μηχανισμό. Υπήρξαν αρχιερείς και Φαναριώτες καλλιεργημένοι, υπήρξαν πατριάρχες, μητροπολίτες και παραδουνάβιοι ηγεμόνες που ίδρυσαν σχολεία συχνά αξιόλογα, αλλά πάντοτε μέσα στα όρια που τα δόγματα επέτρεπαν, χτυπώντας αμείλικτα τον τολμητία που θα ξεπερνούσε τα εσκαμμένα, ειδικά αν ήταν κληρικός. Η εχθρότητα πολλών κληρικών προς τα «άθεα Γράμματα», ήταν τέτοια, που ακόμη και ο ορθόδοξος λόγιος Μιχαήλ Περδικάρης, αναγκάζεται να διαχωρίσει την θέση του: “Επ’αληθείας φλυαρούν όσοι λέγουσιν ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να σπουδάζουν δια να μη γίνωνται άθεοι“. Οι Τούρκοι κατά κανόνα αδιαφορούσαν και μόνο η Εκκλησία κατεδίωκε την εξωθρησκευτική Παιδεία. Ο ίδιος ο Πορθητής φέρεται πως αμέσως μετά την άλωση ίδρυσε ανακτορική Σχολή με πρόγραμμα που
βασιζόταν στην “Πολιτεία” του Πλάτωνα (Barnette Miller «The Palace School of Muhammad the Conqueror», Harvard University Press, 1941). Aντίθετα ο Αθηνών Γρηγόριος θέλησε να διαλύσει την Φιλόμουση Εταιρεία που λειτουργούσε κατά το πρότυπο της αντίστοιχης της Βιέννης, πράγμα που δεν το κατώρθωσε αφού οι πρόκριτοι πέτυχαν να πείσουν τον αγά να τον διώξει κακήν κακώς. ‘Οπως σημειώνει ο Δ. Σουρμελής “...ενώ οι Τούρκοι βλέποντες τα τοιαύτα φιλελεύθερα κινήματα αδιαφόρουν…ο επίσκοπος…έβαλε τα δυνατά του να εξοντώση την Εταιρείαν…” (Σουρμελής Διον. “Κατάστασις Συνοπτική της Πόλεως Αθηνών”. Αθ. 1842). Ο περιηγητής Bartholdy επισημαίνει πως οι Τούρκοι δεν απαγόρεψαν τα βιβλία και δεν καταδίωξαν τις επικίνδυνες ιδέες. “Αμφιβάλλω αν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να μάθουν τι διδάσκονται οι μαθητές στις σχολές που λειτουργούν στην Πάτμο, τη Χίο και τα Γιάννενα…“. Η μόνη κρυφή διδασκαλεία που μπορεί κανείς να εντοπίσει, είναι αυτή που καταγγέλλει το 1691 ο Καλλίνικος ο Ε΄, «ούτε τινάς μεν εν κρυπτώ διδάσκειν των μαθημάτων», αναφερόμενος σε σκανδαλώδη προνομιακή μεταχείριση μερικών πλουσίων μαθητών της πατριαρχικής σχολής από τους καθηγητές της, για λόγους φιλαργυρίας.
Ο Στέφανος Κανέλος, στην αγαθή προσπάθειά του να προσελκύσει την βοήθεια ρομαντικών φιλελλήνων, κατηγορεί σε γράμμα του στον Γερμανό Ίκεν (1822), τους Τούρκους πως κατατρέχουν τα σχολειά. Ακολουθούν μετά την απελευθέρωση, με ρητορεία που στοχεύει να επιβάλλει το ιδεολόγημα της ταύτισης Έθνους και Εκκλησίας, οι Αθηνών Μισαήλ (1837), ο ανανήψας από οπαδός του Διαφωτισμού πρωθιερέας Κ.Οικονόμος, ο καθηγητής Κ.Φρεαρίτης (1863) κι ο δικηγόρος Ανδρ.Δελλαπόρτας (1870) που βλέπει τα κρυφά σχολειά να λειτουργούν νύχτα (Γιάννα Κατσιαμπούρα, «Αυγή», 25-3-’04). Το “Φεγγαράκι μου λαμπρό…”, ο γνωστός πίνακας (1886) του (υπότροφου της Ευαγγελίστριας Τήνου Γύζη (Οι Τούρκοι πάτησαν την Τήνο, μόλις το 1715), το ομώνυμο ποίημα του Πολέμη (1900) που όμως ο ποιητής το εμπνεύστηκε από τον πίνακα, αποτελούν τα Άπαντα των αποδείξεων, που θεμελιώνουν πάνω στον αέρα την ύπαρξη των μυστηριωδών κρυφών σχολείων. O Δημ. Καμπούρογλου στην “Ιστορία των Αθηναίων”, ομολογεί ότι στο ασμάτιο αυτό «αβασανίστως και ακρίτως» επαναλαμβάνεται αυτή που “απεδόθη υπό τινων….σημασία, ήν ούδ’είχεν ουδ’ηδύνατο να έχη ότι δηλαδή παρεμποδιζόντων των Τούρκων την εκπαίδευσιν ηναγκάζοντοα τα παιδάκια την νύκτα…“, ο δε Φ. Κουκουλές το αποδίδει στην βυζαντινή συνήθεια παιδιά που έμελλαν να ιερωθούν “νυκτός έτι βαθείας” να πηγαίνουν στον ναό και να μελετούν” («Βυζαντινών βίος…”, τ.Α΄, σ.73). Μάλιστα οι ξένοι φιλέλληνες λόγιοι που πρώτοι απάνθισαν το τετράστιχο, οι Κλωντ Φωριέλ (1824), Σάντερς (1844), Άρνολντ Πάσσοβ (1860) δεν το συσχετίζουν με κρυφό σχολειό. Παραπέμπω και στη μελέτη του Αλέξη Πολίτη «Φεγγαράκι μου λαμπρό…», (Αυγή 1994) που εκδόθηκε το 2000 σε βιβλίο (Το μυθολογικό κενό εκδ. Πόλις), που αντιμετωπίζει μύθους της νεότερης ιστορίας και καταγράφει την πορεία του τραγουδιού αυτού.