ΚΡΙΤΙΚΗ
Όταν το 1913 τρεις εξέχοντες ιστορικοί της εποχής, ο Ούγγρος L. V. Thalloczy, ο Τσέχος C. Jirecek και ο Κροάτης Μ. Sufflay, εξέδωσαν τον πρώτο τόμο ενός corpus εγγράφων σχετικών με τη μεσαιωνική Αλβανία (Acta et diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia), ο μεγάλος έλληνας ιστορικός Σπυρίδων Λάμπρος κρίνοντας το συγκεκριμένο έργο έγραφε: «Το έργον τούτο προώρισται να αποβή χρησιμώτατον ου μόνον προς μελέτην της αλβανικής ιστορίας καθ εαυτήν, αλλά και ως συμβολή εις την βυζαντινολογίαν, την εκκλησιαστικήν ιστορίαν, την εθνολογίαν και ιστορίαν των γειτονικών λαών της Χερσονήσου του Αίμου, ου μην αλλά και αυτής της Ιταλίας και της Τουρκίας». Κατά τον Sufflay δε, τον έναν εκ των τριών προαναφερθέντων ιστορικών, που συνέχισε αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο, σε συνεργασία με τον σέρβο ιστορικό Radonic, «η μεσαιωνική Αλβανία θα άξιζε να ονομασθεί μονάς της Βαλκανικής Χερσονήσου, εντός της οποίας, ως εντός ενός κατόπτρου, αντικατοπτρίζεται ο κόσμος του Αίμου με όλες τις εικόνες του: τις λατινικές, τις ρωμανικές, τις ιταλικές, τις ελληνικές, τις βυζαντινές, τις σλαβικές». Είναι αλήθεια ότι από τότε πολυάριθμες άλλες εκδόσεις εγγράφων, ειδικών μελετών και συνθετικών εργασιών που αναφέρονται στην ιστορία της Αλβανίας είδαν το φως της δημοσιότητας. Οι εκρηκτικές ωστόσο αλλαγές που συντελέστηκαν κατά την τελευταία δεκαετία στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα των γειτονικών μας χωρών, συμπεριλαμβανομένης και της Αλβανίας, σηματοδότησαν την έναρξη μιας νέας εποχής στην ιστορία των Βαλκανίων και πυροδότησαν μια σειρά από πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα που ήδη διαμόρφωσαν ή τείνουν να διαμορφώσουν μια νέα ιστορική πραγματικότητα. Μπροστά σε αυτές τις ραγδαίες εξελίξεις, που καθημερινά απασχολούν τους διαχειριστές τής ανά τον κόσμο πολιτικής εξουσίας, συγκινούν ή εξοργίζουν τη διεθνή κοινή γνώμη και επηρεάζουν βαθιά την παγκόσμια οικονομία, ο σύγχρονος ερευνητής της ιστορίας των λαών δεν θα μπορούσε να μείνει ένας απλός και αδιάφορος θεατής. Οι ανακατατάξεις των τελευταίων ετών στον γεωπολιτικό χάρτη της Βαλκανικής αποτελούν γι αυτόν μια πρόκληση και πρόσκληση συνάμα για την επανεκτίμηση διατυπωμένων ως τώρα θέσεων, για την εμβριθέστερη μελέτη της ιστορίας των λαών και των εθνοτήτων που τους απαρτίζουν και κυρίως για τη διερεύνηση των σχέσεων που είχαν αναπτύξει κατά τη μακρά ιστορική τους διαδρομή. Κατ αυτή λοιπόν την έννοια η άποψη που είχε διατυπώσει ο Σπυρίδων Λάμπρος σχετικά με την Αλβανία και την ανάγκη πληρέστερης γνώσης της ιστορίας της, στην αυγή του αιώνα μας, σήμερα, κατά την εκπνοή του, έχει καταστεί περισσότερο από ποτέ επίκαιρη, αφού οι συγκυρίες των ημερών μας της έχουν προσδώσει νέο περιεχόμενο. Η διακριτική και αθόρυβη παρέμβαση της ιστορικής επιστήμης και των φορέων που την υπηρετούν στα πολιτικά και διπλωματικά δρώμενα του γειτονικού βαλκανικού χώρου είναι, πιστεύω, σε αυτή την κρίσιμη καμπή της απερχόμενης χιλιετίας ιδιαίτερα πολύτιμη. Σε αυτό το πνεύμα το Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του ΕΙΕ, στο πλαίσιο των πολλαπλών επιστημονικών του δραστηριοτήτων, έχει ήδη εγκαινιάσει σειρά διεθνών συμποσίων με στόχο την επανεξέταση της μεσαιωνικής ιστορίας των βαλκανικών λαών και των μεταξύ τους σχέσεων και την προσπάθεια επίλυσης ιστορικών προβλημάτων που ανέκυψαν μέσα στον χρόνο. Σε μία από αυτές τις διεθνείς συναντήσεις, που έλαβε χώρα στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, τον Μάιο του 1996, γνωστοί ιστορικοί βυζαντινολόγοι και αλβανολόγοι συζήτησαν καίρια ζητήματα και απάντησαν σε κρίσιμα ερωτήματα που θέτει σήμερα η σύγχρονη βαλκανική και μεσαιωνική ιστοριογραφία. Με τη δυναμική της ευνοϊκής πλέον συγκυρίας για την ιστορική επιστήμη και την ελεύθερη εκφορά του λόγου της οι μελετητές της αλβανικής ιστορίας εκείθεν και εντεύθεν κλήθηκαν να ξεπεράσουν τις ακραίες άλλοτε θέσεις και τις οξύτατες αντιφάσεις του παρελθόντος και να προσεγγίσουν την ιστορική αλήθεια μέσα από μια αυστηρά επιστημονική και αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων. Ο τόμος που παρουσιάζουμε σήμερα, καρπός των εργασιών του συμποσίου, περιλαμβάνει τρεις συνθετικές εργασίες και 16 ερευνητικές συμβολές, που αναφέρονται σε ειδικά θέματα, μεγάλου ωστόσο επιστημονικού ενδιαφέροντος. Οι συγγραφείς των πρώτων (Α. Ducellier, Kh. Fracheri, Ρ. Xhufi) μέσα από τη χρήση μιας ευρύτατης κλίμακας πηγών (φιλολογικών και αρχαιολογικών) παρουσιάζουν στον αναγνώστη την ιστορική διαδρομή των Αλβανών και των προγόνων τους από τη ρωμαϊκή εποχή, τη βαθμιαία εμφάνισή τους στο προσκήνιο της ιστορίας, την αναγνώρισή τους από τους βυζαντινούς λογίους μόλις τον 11ο αιώνα με τα ονόματα «Αλβανοί», «Αρβανίται», «Αρβάνοι», ως τον αρχόμενο 14ο αιώνα, όταν, όπως υποστηρίζει ο Fracheri, συντελείται σταδιακά ο «αποβυζαντινισμός» του «Αρβάνου» και η στροφή του στη Δύση. Την ίδια ακριβώς εποχή (αρχές του 14ου αι.) η Αλβανία γνωρίζει μια αξιοσημείωτη δημογραφική έκρηξη, όταν πατριές ολόκληρες εγκαταλείπουν τις εστίες τους και ξεχύνονται στα Βαλκάνια, προς τη Σερβία και την Ελλάδα, φθάνοντας ως την Πελοπόννησο. Οι συγγραφείς των εργασιών του δεύτερου μέρους (Η. Saradi, Μ. Spiro, Ε. Κουντούρα, Κ. Πιτσάκης, S. Cirkovic, Β. Krekic, Μ. Δούρου-Ηλιοπούλου, Ν. Οικονομίδης, Χ. Γάσπαρης, Α. Κ. Rozman, Σ. Ασωνίτης, Ε. Βρανούση, J. Schmitt, L. Balleto, Ι. Beldiceanu, G. Veinstein) επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους, όπως ήδη επισημάνθηκε, σε ειδικότερα θέματα, ιστορικού, νομικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Η ποικιλία των πηγών που χρησιμοποιούνται ελληνικές, λατινικές, ιταλικές, σερβικές και τουρκικές και η συσχέτισή τους με αρχαιολογικά κατάλοιπα και βυζαντινά μνημεία της περιοχής έφεραν στο φως άγνωστες πτυχές της μεσαιωνικής ιστορίας των Αλβανών και των περιφερειακών τους σχέσεων με σύγχρονους λαούς. Από τη μελέτη των ποικίλων θεματικά εργασιών προκύπτει μεταξύ των άλλων και αυτό αξίζει να τονιστεί ιδιαίτερα ότι οι Αλβανοί από την επίσημη εμφάνισή τους στο προσκήνιο της ιστορίας, τον 11ο αιώνα, όταν οι συνθήκες τούς επέτρεψαν ή τους ώθησαν να εγκαταλείψουν τον σκληρό απομονωτισμό τους και να αναπτύξουν σχέσεις με άλλους λαούς, έγιναν το μήλο της έριδος κυρίως ανάμεσα στο Βυζάντιο και στην εκάστοτε ανερχόμενη δύναμη της Ιταλίας (Νορμανδοί, Ανδεγαυοί, Βενετοί). Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι αμφίδρομες σχέσεις Αλβανών και Σέρβων κατά τον όψιμο Μεσαίωνα, όπως εμφανίζονται σε επίσημα αλβανικά και σερβικά έγγραφα, πηγές πολύ σημαντικές, κατά τη Sima Cirkovic, που απηχούν ιδέες του παρελθόντος οι οποίες και τότε, όπως και σήμερα, αποτελούσαν ουσιαστικό στοιχείο της εθνικής αυτοσυνειδησίας. Πρόκειται για πηγές που διασώζουν ιστορικές παραδόσεις και εμπεριέχουν χαρακτηριστικά που εξατομικεύουν τον έναν ή τον άλλο λαό. Χαρακτηριστικοί είναι οι συγγενικοί δυναστικοί δεσμοί μεταξύ των δύο μερών που προήλθαν από τον γάμο της πριγκίπισσας Αγγελίνας, κόρης του άρχοντα της Αλβανίας Αρανίτη Κομνηνού, και του Στέφανου, δεσπότη των Σέρβων. Ιδιαίτερης, τέλος, μνείας αξίζει η δημοσίευση και ο ιστορικός σχολιασμός δύο σπάνιων ανέκδοτων βυζαντινών εγγράφων του 15ου αιώνα από την Ερα Βρανούση, τα οποία μαρτυρούν την παρουσία Αλβανών στην Πελοπόννησο κατά τον 15ο αιώνα και επιβεβαιώνουν την ήδη γνωστή άποψη για την πολιτική που άσκησαν οι δεσπότες της Πελοποννήσου, μια πολιτική που συστηματικά και από πολύ νωρίς ευνοούσε τον εποικισμό της Πελοποννήσου με Αλβανούς, καλλιεργητές της παραμελημένης γης και πολεμιστές. Οι προσωπικές λοιπόν απόψεις των ομιλητών όχι απαραίτητα συγκλίνουσες ή ταυτόσημες και τα αποτελέσματα των συζητήσεων που διεξήχθησαν στη διάρκεια του συμποσίου και δημοσιεύθηκαν στον παρόντα τόμο αποτελούν αναμφισβήτητα μεγάλη προσφορά στην εξέλιξη της ιστορικής επιστήμης. Παράλληλα όμως κεντρίζουν, θα έλεγα, το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την ανάγκη διεύρυνσης του πεδίου της γνώσης του γύρω από την ιστορία και τον πολιτισμό των γειτονικών μας λαών, όσον αφορά το απώτερο μεσαιωνικό παρελθόν τους πάνω στο οποίο χτίστηκε η νεότερη εθνική και πολιτική τους ιστορία.
Σοφία Πατούρα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-03-1999 |