Οι Αλβανοί187 πρωτοεμφανίζονται στην Πελοπόννησο στα μέσα του 14ου αιώνα, μετά από τη μαύρη πανώλη (1347)188, όταν ο δεσπότης Μανουήλ Καντακουζηνός (1348-1380) τους εγκατέστησε στην περιοχή της Βελιγοστής, απ' όπου και εξαπλώθηκαν αργότερα μέσα στην Μεσσηνία. Η εκτενής μετανάστευση τους ωστόσο λαμβάνει χώρα στις αρχές του 15ου αιώνα (1405), όταν ο δεσπότης Θεόδωρος Α' Παλαιολόγος (1383-1407) δέχτηκε δέκα χιλιάδες αλβανούς189.
Μια τρίτη διείσδυση επισημαίνεται αργότερα (μετά το 1418190). Οι νεοφερμένοι, ημινομάδες κτηνοτρόφοι οργανωμένοι σε πάτριες (φάρες), κατοικούσαν σε προσωρινού χαρακτήρα μικροσυνοικισμούς, «κατούνες», τις οποίες αποτελούσαν «τέντες» {tents)191, ποιμενικές καλύβες δηλαδή με κάλυψη από χοντρό υφαντό τραγόμαλο. Σύντομα πολλαπλασιάστηκαν δημογραφικά, Λατίνοι και Έλληνες, χρησιμοποίησαν τις μισθοφορικές στρατιωτικές τους ικανότητες και τους παραχώρησαν γη σε ακατοίκητα μέρη. Οι οικισμοί τους δεν άργησαν να αποκτήσουν μορφή μόνιμων χωριών192.
Από ένα τουρκικό κατάστιχο των τιμαρίων της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, που ανάγεται στα έτη 1461/1463, αμέσως δηλαδή μετά την οθωμανική κατάκτηση, αντλούνται πληροφορίες για την εθνολογική συγκρότηση και την οικιστική μορφή σ' αυτό το τμήμα της χώρας. Το ενδιαφέρον στο παραπάνω (εκτός από τα ονόματα χωριών, τον αριθμό φορολογήσιμων νοικοκυριών κ.λπ.) είναι ότι διακρίνει τα χωριά που σημειώνει σε Ελληνικά και Αλβανικά. Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος που το επεξεργάστηκε διαπιστώνει: «Ο ελληνικός πληθυσμός (48,69%) ήταν συγκεντρωμένος σ' οχυρωμένες κωμοπόλεις ή αρκετά μεγάλα χωριά», αντιθέτως οι Αλβανοί (51,31%) κατοικούσαν σε μεγάλο αριθμό μικρών διάσπαρτων χωριών193. Το γεγονός συμφωνεί με όσα γράφει για τις οικιστικές προτιμήσεις των Αλβανών και ο ανώνυμος πανηγυριστής των Παλαιολόγων:
<Καί τανϋν> φκισται σποράδην <έκείνη> καί κατά/ μικρόν υπ' 'Αλβανών, γένους Ιλλυρικού ξύμπασα καί κωμηδόν/ νομαδικόν γαρ το γένος καί λυπρόβιον, ου πόλεσιν, ου φρουρίοις,/ ου κώμαις, ουκ άργοϊς, ουκ άμπελώσιν, αλλ' δρεσι χαΐρον καί/ πεδιάσιν. Αϊ δέ πόλεις καθαρόν έτι σώζουσι το έλληνικόν γένος194.
Το ίδιο κατάστιχο καταγράφει και δυο αλβανικά χωριά του ναχιέ (nahiye) της Αρκαδίας. Ένας δεύτερος τόμος που αποτελεί συνέχεια του πιο πάνω, καταγράφει άλλα 12 χωριά και 2 αγροτικές περιοχές (mezraa) του ίδιου ναχιέ195. Από τις 341 συνολικά εστίες στα 14 χωριά (kariye) της Αρκαδίας οι 66 (19,3%) ήταν αλβανικές.
Πολύ αργότερα στα χρόνια της Ενετοκρατίας (1685-1715), ο προνοητής Θαδδαίος/ Tadio Gradenigo στην έκθεση του (1692), γράφει ότι ο πληθυσμός του Βασιλείου του Μορέως (116.000) «συνίστανται σε Έλληνες καί σε γηγενείς 'Αρβανίτες (Albanesi nativi)»196 και ο προκάτοχος του στην ίδια θέση Ιάκωβος Κορνέρ/ Corner (1691), ότι «οί χωρικοί πού λέγονται 'Αλβανοί δεν γνωρίζουν άλλο επάγγελμα από την καλλιέργεια της γης καί μισούν τις λέξεις στρατιώτης καί πόλεμος»197. Ο σύνδικος καταστιχωτής Μαρίνο Μικιέλ/ Michiel, γράφει (1691), ότι η πεδιάδα των Λάκκων (Lacus) «εΐναι κατάσπαρτη από χωριά, πού
κατοικούνται από Αλβανούς»198. Αλβανούς της Μεσσηνίας περιγράφει το 1797 και ο Αντουάν Λωράν Καστελλάν/ Castellan199.
Η ανάμιξη και συμβίωση ωστόσο, των Αλβανών με τους Έλληνες κάτω απ' τους Οθωμανούς, κυρίως η ομοδοξία τους στην Ορθοδοξία, άμβλυνε τις διαφορές των δύο κοινοτήτων και σταδιακά τους αφομοίωσε. Αναφερθήκαμε ήδη στην αλβανόφωνη νησίδα της Τριφυλίας200. Η τοπωνυμική εξέταση επίσης επιβεβαιώνει την αλβανική παρουσία και σε ορισμένα χωριά των Κοντοβουνίων, όπως η Μάλη (Χ 6, mali = 'βουνό'), το Λούμι (Χ 40, lumi = 'ποτάμι') ή άλλα, με ονόματα προερχόμενα από γνωστά αλβανικά επώνυμα, όπως των Μουζάκη (Muzaqi) και Βαριμπόπη (Varibopi)201.
187. Γενικά για το θέμα, βλ. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός (όπ. σημ. 142), σσ. 68-85· Α. Ducellier, 01 'Αλβανοί στην Ελλάδα (13ος-15ος αι.). Ή μετανάστευση μίας κοινότητας, μτφρ. Κ. Νικολάου, Αθήνα 1994 (ανατ. 1995)· Μπίρης, Αρβανίτες (όπ. σημ. 145)· Σκουλίδας, Μετοικεσίες αλβανοφώνων (όπ. σημ. 145), σσ. 277-290· Ποϋλος, Έποίκησις 'Αλβανών (όπ. σημ. 145), σσ. 31-105-ο ίδιος, Οι «Αρβανίτες» της Πελοποννήσου, ΠελΠρωτ, τ. 2 (1958), σσ. 185-188· Νυσταζοπούλου, Βαλκανικοί Λαοί (όπ. σημ. 70), σσ. 221-236· Έ. Βρανούση, Οί όροι «Αλβανοί» και «Λρβανϊται» καί ή πρώτη μνεία τοϋ ομώνυμου λαοΰ της Βαλκανικής εις τάς πηγάς τοϋ ΙΑ' αιώνος, Συμμ, τ. 2 (1970), σσ. 207-254· ΙΒΕ/ΕΙΕ, Οι Αλβανοί στο Μεσαίωνα, Αθήνα 1998· ΙΝΕ, τ. 1 (21974), σσ. 25-34.
188. Πρβλ. την αναλογία πριν έξι αιώνες με τον σλαβικό εποικισμό και τον λοιμικό θάνατο του 746, που αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, βλ. παραπάνω σ. 21 σημ. 72.
189. 'Αλλά καί 'Ιλλυριοί περί/ μυριάδα αθρόοι μετοικήσαντες άμα παισί τε καί γυναιξί καί ταΐς/ ούαίαις καί θρέμμασι τον Ίσθμόν κατέλαβον... βλ. J. Chrysostomides (επιμ.), Manuel II Palaeologus - Funeral Oration on his brother Theodore (CFHB αρ. 26), Θεσσαλονίκη 1985, σ. 119 στχ. 22-24- Τοΰ ευσεβέστατου καί φιλοχρίστου βασιλέως κυροϋ Μανουήλ τοϋ Παλαιολόγου. Λόγος επιτάφιος εις τόν αύτάδελφον αύτοΰ δεσπότην πορφυρογέννητον κϋρ Θεόδωρον τόν Παλαιολόγον ρηθείς έπιδημήσαντος εις Πελοπόννησον του βασιλέως, 7777, τ. 3 (1926), σ. 41 στχ. 1-3.
190. Έτος οριστικής κατάλυσης της αρχής των Αλβανών στην Αιτωλία και Ακαρνανία από τον Κάρολο Τόκκο. Ποϋλος, Έποίκησις 'Αλβανών (όπ. σημ. 145), σ. 71.
191. Randolph, Present state (όπ. σημ. 25), σ. 16. Ο Leake, στα βουνά της δυτικής Αρκαδίας συνάντησε νομάδες κτηνοτρόφους, όχι Αλβανούς αλλά βλάχους όπως τους έλεγαν οι Μοραΐτες, εγκατεστημένους σε τέντες, βλ. Σιμόπουλος, Ταξιδιώτες (όπ. σημ. 112), τ. 3Α (51997), σ. 370.
192. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός (όπ. σημ. 142), σσ. 96-99.
193. Στο ίδιο, σσ. 85-100.
194. Βλ. Πανηγυρικός εις Παλαιολόγους (όπ. σημ. 148), σ. 194 στχ. 25-29.
195. Provanda Aye Yorgi (15 εστίες Ε), Dhighanato (10 Ε), Vurchanos (Βουρκάνο, 7 Ε), Ghrebini (Γκρεμπενή, 115 Ε και 7 A), Arkhangeli (Αρχάγγελος, 10 Ε και 18 A), Loy (Λοΐ, 66 Ε), Platana (Πλάτανος, 17 Ε), Mill Kalivya (17 Ε), Palari (2 A), Platokumani (4 Ε), Mnal(i)dj (Μάλη; mezraa), Aylya (Αϊ-λιάς; 5 Ε), Kalazoni (Χαλαζώνι, 9 Ε), Kozomuli (mezraa), Dzeki Mengeche (12 A), Kribsi (27 Α), τα δύο τελευταία από τον πρώτο τόμο, Α = Αλβανοί και Ε = Έλληνες, βλ. Ί. 'Αλεξανδρόπουλος (Alexander), Δύο οθωμανικά κατάστιχα τοϋ Μοριά (1460-1463), Πρακτικά τοϋ Α ' Τοπικού Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπουδών (= 77ελ. Παρ. 5), 1978, σσ. 398-407· Παναγιωτόπου-λος, Πληθυσμός (όπ. σημ. 142), σ. 221 αρ. 105, 106. Η αναγραφή των Λοΐ και Πλάτανου δείχνει ακριβώς και την προς νότο επέκταση του ναχιέ/ καζά της Αρκαδίας, μέχρι δηλαδή τα σύνορα με τα βενετοκρατούμενα εδάφη της νοτίου Μεσσηνίας (Μεθώνη, Κορώνη και Ναβαρίνο).
196. Σ. Λάμπρος, Ή περί Πελοποννήσου έκθεσις τοΰ Βενετού προνοητοϋ Γραδενίγου, ΔΙΕΕ, τ. 5 (1900), σ. 237· Ά. Τσελίκας, Μεταφράσεις Βενετικών Εκθέσεων περί Πελοποννήσου. Γ' Μετάφραση εκτάκτου προνοητοϋ Θ. Γραδενίγου 1692, 77εΑ, τ. 21 (1995), σ. 40.
197. Σ. Λάμπρος, Ή περί Πελοποννήσου εκθεσις τοΰ Βένετου Προνοητοϋ Κορνέρ, ΔΙΕΕ, τ. 2 (1885), σ. 299- Τσελίκας, Μεταφράσεις Βενετικών Εκθέσεων περί Πελοποννήσου, 77ελ, τ. 15 (1984), σ. 138.
198. Λάμπρος, Μελετήματα (όπ. σημ. 24), σ. 205· Τσελίκας, Μεταφράσεις Β' (όπ. σημ. 24), σ. 149.
199. Συνάντησε μια οικογένεια Αλβανών μεταξύ Ναβαρίνου και Φιλιατρών, η οικογένεια συνέχισε το δρόμο της προς τον Πύργο (Τριφυλίας και όχι Ηλείας), βλ. Χ. Βελισσαριου, Ή Μεσσηνία στίς «Επιστολές» τοϋ Γάλλου περιηγητοϋ Α. L. Castellan (1797), Πρακτικά τοϋ Γ' Τοπικοϋ Συνεδρίου Μεσσηνιακών Σπονδών (= Πελ. Παρ. 18), 1991, σσ. 335-336.
200. Οι G-McD, σσ. 78-80, καταγράφουν 27 αρβανιτοχώρια στην Τριφυλία, ανάμεσα τους η Μάλη (Χ 6) και του Βαριμπόπη (Χ 21, και λαϊκή ονομασία Μπαρμπόπλου). Βλ. και παραπάνω σ. 13 σημ. 24 και 25.
201. G-McD, αρ. 4361 (σ. 187), 9174 (σ. 331), 9208α (σ. 335), 9450 (σσ. 357-358)· Τριανταφυλλίδης, Οικογενεικά ονόματα (όπ. σημ. 183), σσ. 33-34· Μπίρης, 'Αρβανίτες (όπ. σημ. 145), σσ. 192, 197· Κ. Παπαφίλης, Αλβανοελληνικό λεξικό, Αθήνα χ.χ., σσ. 461, 471. Ιστορία της οικογένειας Musachi στο Cg-r, σσ. 270-340.