Ο γενναίος Αρβανίτης οπλαρχηγός Μητρομάρας.
Αφ’ότου,κατά τα τέλη του 16ου αιώνος,φάνηκε να κλονίζεται το γόητρο της Βενετικής Δημοκρατίας,οι Έλληνες είχαν αρχίσει να αποβλέπουν,με αόριστες ακόμη ελπίδες,προς τους Ρώσους.Στο μοιρολόγι που συνέθεσε ο Αρβανίτης ευγενής Μανώλης Μπλέσης το 1571,για την άλωση της Λευκωσίας από τους Τούρκους,πολλές φορές αναφέρεται η Μοσκοβία ως εστία τέτοιων ελπίδων.Ύστερα από το τέλος που είχε η δεύτερη Βενετοκρατία της Πελοποννήσου(1715),όταν κατάλαβαν πια καλά οι Έλληνες ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από την Δύση για την απελευθέρωσή τους,συγκέντρωσαν όλες τις ελπίδες τους στην ομόθρησκη δύναμη του Βορρά.Δεν έλειψε,όμως,και από την ρωσική πλευρά η σχετική καλλιέργεια του πράγματος:Από την αρχή του 18ου αιώνος,ο Μέγας Πέτρος είχε συλλάβει το όνειρο να απλώσει τα όρια της επικρατείας του έως το Αιγαίο και το Αδριατικό Πέλαγος,παίρνοντας από τα χέρια των Τούρκων τις χώρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.Το μυστικό κήρυγμα,λοιπόν,που από την εποχή του δεν ειχε πάψει να απευθύνεται στους υπόδουλους χριστιανούς του Αίμου,ακουγόταν με περισσότερη πίστη από τους Έλληνες.Στα χρόνια της Αικατερίνης της Μεγάλης(1763-1796) στην συνείδησή τους είχε πια αποκρυσταλλωθεί η πεποίθηση ότι,όπου να’ναι,θα κατεβούν οι Ρώσοι,για να δώσουν στον τόπο την περιπόθητη ελευθερία.
Και πραγματικά,αρχίζει το 1767,με υποκίνηση τω Ρώσων,στο Μαυροβούνιο η επανάσταση από κάποιον καλόγερο Στέφανο.Από το Μαυροβούνιο η επαναστατική φλόγα μεταδίδεται στην Ήπειρο και πρώτοι-πρώτοι ξεσηκώνονται οι Ελληνοαρβανίτες της Χιμάρας,ενώ συγχρόνως στέλνουν εκπροσώπους τους στον στρατηγό Αλέξιο Ορλώφ τους Πάνο Μπιτσίλη και Ηλία Χριστοφόρου.Εν τω μεταξύ,άλλος από τους πρωτεργάτες της επαναστάσεως,ο Γεώργιος Παπάζολης,σταλμένος από την Αικατερίνη και τον Αλέξιο Ορλώφ,δίνει το σύνθημα της εξεγέρσεως στους υπόλοιπους Έλληνες.Ο ρωσικός στόλος με πλοηγό τον Μυκονιάτη καπετάνιο Αντώνη Ψαρό μπαίνει τον Νοέμβριο του 1769 στη Μεσόγειο και πυροδοτεί την ενθουσιώδη αντίδραση του ελληνικού στοιχείου.
Κατά την διάρκεια της επαναστάσεως του Ορλώφ,πολλοί Έλληνες καπετανέοι,απελπισμένοι από την απραξία του ρωσικού παράγοντα(πέρα από την αξιοσημείωτη νωθρότητα και αδεξιότητα του ρωσικού στόλου,ο οποίος σημειωτέον προκάλεσε την θυμηδία των Άγγλων με τα χάλια του,κατά το πέρασμά του από την Μάγχη το 1768,ο ίδιος ο στρατηγός Ορλώφ πανικόβλητος αποχώρησε τον Οκτώβριο του 1770 σε μια φρεγάτα και με όλο το στόλο του στην Ιταλία),είχαν ριχθεί στον αγώνα κατά των Τούρκων ως πειρατές-ως θαλασσινοί κλέφτες.Δυναμικότερος από αυτούς ήταν ο Αρβανίτης Μήτρος Λέκκας ή Μητρομάρας(Τρελλοδημήτρης),που καταγόταν από το Μενίδι της Αττικής,αλλά ως θαλασσινός είχε ορμητήριό του την Κούλουρη(τοπική ονομασία της Σαλαμίνας).Ο τρομερός αυτός αρματολός,που με την έκρηξη των Ορλωφικών πρωτοστατεί στην Μεγαρίδα και την Αττική,σφάζοντας Τούρκους,αλλά και μερικούς Χριστιανούς που δεν ήθελαν να ξεσηκωθούν,όταν είδε ότι απέτυχε η επανάσταση στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο,ήλθε,τον Φεβρουάριο του 1771,με την ρωσική σημαία της επανάστασης στην Κούλουρη.Εξόπλισε εκεί το καΐκι του,μάζεψε γύρω του όλους τους καπετανέους του νησιού,καθώς και άλλους από τα πλησιόχωρα παράλια της Πελοποννήσου και άρχισε πειρατικές καταδρομές.Αποβιβάζεται με 32 άνδρες του στην Σύρο,με σκοπό να την λεηλατήσει,επειδή οι καθολικοί κάτοικοί της είχαν διώξει τον ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο και είχαν εγκαθιδρύσει δικό τους,γενικά δε,ως γαλλόφιλοι που ήταν,είχαν δείξει εχθρική στάση κατά του ρωσικού κινήματος.Ο πρόκριτος των Συριανών,όμως,Αντώνιος Ρώσσης,όπως αναφέρει γαλλική πηγή(Della Rocca,Traite complet sur les abeilles,τόμ.I,Paris),πρόβαλε γενναία αντίσταση και κατόρθωσε να αποκρούσει τους Αρβανίτες επιδρομείς.Εκτός από τους συντρόφους που είχε στον ναυτικό του αγώνα ο Μητρομάρας,είχε καταρτίσει στην Κούλουρη και αντάρτικο σώμα από πλήθος ανδρών που ήλθαν σ’αυτόν από την Μεγαρίδα,από την Αθήνα και από τα αρβανιτοχώρια της Αττικής και γειτονικών περιοχών της Πελοποννήσου.Οι αντάρτες του αναφέρονται στα χρονικά της εποχής με το προσηγορικό «λεμπέσηδες»,που στην αρβανίτικη γλώσσα παράγεται από το λιέ(=αφήνω) και μπέσα(=πίστη),σημαίνει δε εκείνον που άφησε την πίστη του προς το ντοβλέτι(δηλ.το κράτος τουρκιστί),που έπαψε να είναι ραγιάς,δηλαδή πιστός υπήκοος.Με άλλους λόγους,ο όρος λεμπέσης είναι αντίστοιχος με τον όρο κλέφτης στην ελληνική γλώσσα.Παρέμεινε δε ως επώνυμο σε οικογένειες Αρβανιτών αγωνιστών στις Σπέτσες,στο Κρανίδι,στην Κούλουρη,ασφαλώς δε και σε άλλους τόπους.
Οι Αθηναίοι δεν έμειναν ασυγκίνητοι από το κίνημα του Μητρομάρα.Πολλοί από αυτούς-οι Αρβανίτες μάλλον-άφησαν την πόλη και πήγαν να ενωθούν μαζί του,ενώ άλλοι τον βοηθούσαν με πληροφορίες και με εφόδια.Υπήρξαν,όμως,και οι συντηρητικοί,ιδίως από την τάξη των αρχόντων,που έβλεπαν το πράγμα με ανησυχία,λογαριάζοντας τις συνέπειες που μπορούσε να έχει από μέρους των Τούρκων εις βάρος των κατοίκων.Αυτός δε ήταν ο λόγος,για τον οποίο από το ένα μέρος οι Αρβανίτες του Μητρομάρα δεν εξαιρούσαν τους χριστιανούς από τις διαρπαγές που έκαναν κατά τις επιδρομές τους,από το άλλο δε,οι Τούρκοι,ύστερα από κάθε επιδρομή,έπιαναν Αθηναίους,για τους οποίους είχαν υποψίες ότι ήταν συνεννοημένοι με τους επαναστάτες,και τους τιμωρούσαν με ξύλο,με φυλάκιση και με θάνατο ακόμη.Επανειλημμένως οι Τούρκοι και οι Αθηναίοι έκαναν αναφορές στον αρχηγό του στρατού της Πελοποννήσου Μισίρογλου,ζητώντας την προστασία του,και,πραγματικά,εκείνος τούς έστειλε από το Ναύπλιο ένα σώμα από 100 Τουρκαλβανούς,με επικεφαλής κάποιον Ισλάμη.Ενώ περνούσαν τον δρόμο από το Κερατσίνι προς το Πέραμα,ο Μητρομάρας,που τούς είχε στήσει καρτέρι στον Κερατόπυργο(στην περιοχή του Περάματος),τους επιτέθηκε με τους άνδρες του και τους έκανε μεγάλη φθορά.Λίγο αργότερα,οι λεμπέσηδες του Μητρομάρα έμαθαν ότι οι φοροεισπράκτορες του βοεβόδα της Αθήνας βγήκαν στα χωριά της Αττικής,για να εισπράξουν το χαράτσι.Ήλθαν,λοιπόν,και έστησαν καρτέρι κάπου έξω από την πόλη και,στον γυρισμό των Τούρκων υπαλλήλων,τους έπιασαν και τους πήραν το ταμείο,τον μποχτζά,όπως γράφει ο συγγραφέας Ιωάννης Μπενιζέλος.Το πραξικόπημα εκείνο τόσο εξαγρίωσε τους Τούρκους και τους Τουρκαλβανούς στην Αθήνα,ώστε ετοιμάστηκαν να σφάξουν όλους τους χριστιανούς κατοίκους.Τους καθησύχασαν,όμως,για λίγο ο μουφτής της πόλης και ο ίδιος ο βοεβόδας και έλαβαν καιρό οι προεστώτες της πόλης να στείλουν πρεσβεία στην Κούλουρη και να παρακαλέσουν τον Μητρομάρα να δώσει πίσω την λεία της επιδρομής του.Πραγματικά δε εκείνος,ως φιλότιμος Αρβανίτης,αρκέστηκε στην δόξα που κέρδισε από το κατόρθωμά του και ξαναέδωσε τον μποχτζά,για να σώσει τους Αθηναίους που κινδύνευαν,αν όχι να σφαγούν από τους Τούρκους,τουλάχιστον να πληρώσουν αυτοί ολόκληρο το ποσό που είχε αρπάξει.
Αλά οι Αθηαίοι δεν υπέφεραν μόνο από τις επιδρομές του Μητρομάρα.Και χωρίς τις αφορμές που εκείνος έδινε,οι Τουρκαλβανοί του Ισλάμη κάθε τόσο τους έδερναν και τους λήστευαν,δεν παρέλειπαν δε να φερθούν με τον ίδιο τρόπο και προς τους Τούρκους κατοίκους.Έγραψαν πάλι,Τούρκοι και Χριστιανοί,στον αρχηγό του στρατού της Πελοποννήσου παράπονα,κατά του Ισλάμη αυτή την φορά.Πραγματικά δε,ο Μισίρογλου τον ανακάλεσε και έστειλε τον Μπεκήρ με άλλους 100 Τουρκαλβανούς,για να τον αντικαταστήσει.Και αυτούς,όμως,οι λεμπέσηδες του Μητρομάρα τους υποδέχτηκαν με καρτέρι που τους έστησαν στο Κατηφόρι.Σκοτώθηκαν και κατά το περιστατικό εκείνο 8 παλικάρια του Μητρομάρα,κινδύνευσε δε να πιαστεί και ο ίδιος αιχμάλωτος.Ο δε Μπεκήρ έβαλε και έκοψαν τα κεφάλια των νεκρών και τα έφερε στην Αθήνα,όπου τα εξέθεσε για καύχημά του και για παραδειγματισμό των Χριστιανών.
Δεν έδειξαν βέβαια διαφορετική συμπεριφορά προς τους κατοίκους οι νέοι Τουρκαλβανοί από τους προηγούμενους.Αλλά και οι Αθηναίοι δεν έπαψαν να βρίσκονται σε μυστική επαφή με τον Μητρομάρα και να τον ενισχύουν.Το πράγμα είχε τόσο παραγίνει,ώστε ο πασάς του Ευρίπου τους κατήγγειλε στην Κωνσταντινούπολη ως αποστάτες και συνενόχους στην ρωσική επανάσταση.Ο Σουλτάνος έστειλε τότε διαταγή στον Τζατάλ Αλή να έλθει στην Αθήνα και να τους κατασφάξει,πρόλαβε όμως ο ταμίας του χαρεμιού Ισμαήλ αγάς και τον έπεισε να ανακαλέσει την διαταγή εκείνη.Ήλθε,πάντως,ο Τζατάλ στην Αθήνα και φυλάκισε προκρίτους,σκότωσε δε έναν γέρο ψαρά και τον γιο του,για τους οποίους υπήρχε κατηγορία ότι τροφοδοτούσαν τον Μητρομάρα.Έπιασε,επίσης,κι έναν φτωχό νέο,τον Μιχαήλ Μπακνανά με παρόμοια κατηγορία και τον καταδίκασε,επίσης,σε θάνατο.Επειδή δε δεν είχε να καταβάλει στους Τούρκους λύτρα,για να τού χαρίσουν την ζωή,τού πρότειναν να γίνει Μωαμεθανός.Εκείνος,όμως,προτίμησε τον θάνατο και,γονατιστός,έσκυψε το κεφάλι φωνάζοντας στους δημίους:«Κτυπάτε για την πίστι».Η Εκκλησία τον ανεκήρυξε Άγιο.
Ο Τζατάλ άρχισε δραστήριο διωγμό κατά του Μητρομάρα,τόσο,ώστε τον ανάγκασε να αφήσει την Αττική και την Κούλουρη και να καταφύγει πληγωμένος στο νησάκι Αγκίστρι.Ο διώκτης του,που το έμαθε,έστειλε εκεί ένα μέρος του στρατού του και,στην σύγκρουση που έγινε,ο γενναίος Αρβανίτης πληγώθηκε και πάλι.Ύστερα δε από λίγες μέρες,τον Φεβρουάριο του 1772,πέθανε από τις πληγές του.Έπιασαν οι Τούρκοι στο Αγκίστρι πολλούς αιχμαλώτους από τους λεμπέσηδες Αρβανίτες,και γυναίκες ακόμη,μαζί με τις οποίες την σύζυγο του Μητρομάρα.Και τους μεν άνδρες τους θανάτωσε ο Τζατάλ με μαρτυρικό θάνατο,ρίχνοντάς τους σε τσιγκέλια,τις δε γυναίκες τις πούλησε σκλάβες.Την γυναίκα,όμως,του Μητρομάρα ήλθαν συγγενείς της από το Μενίδι και την εξαγόρασαν.Οι κάτοικοι της Μεγαρίδας και της Αθήνας,καθώς και οι Αρβανίτες της Κούλουρης και της Αττικής,έκλαψαν με πόνο τον γενναίο οπλαρχηγό.Φύλαξαν το σπαθί του στην εκκλησία της Φανερωμένης και έψαλε τον θάνατό του η λαϊκή μούσα:
«Ένα πουλί,θαλασσινό πουλί,κι ένα Μοραϊτάκι,
τα δυο εκουβεντιάζανε,κρυφή κουβέντα ελέγαν.
Πες μου πουλί,καλό πουλί,κανέν’καλό χαμπέρι.
-Καλή αρμάδα σκόρπισε και τα καράβια φύγαν,
κι ο Μητρομάρας άρρωστος βαρειά για να πεθάνη.
Τον κλαίνε χώρες και χωριά,χωριά και βιλαέτια,
τον κλαίν’τα παλληκάρια του,τον κλαίν’κι οι ψυχογιοί του.
Όπως τον κλαίει ο Στεφανής,όχι κανένας άλλος.
Για σήκω πάνω Μήτρο μου και καπετάν Δημήτρη,
για να βαφτίσης ένα παιδί,να βγάλης τ’όνομά σου.
-Φωτιά να κάψη το παιδί και λαύρα την κουμπάρα.
Εγώ σάς λέω δεν μπορώ και σεις μού λέτε σήκω.
Για πιάστε με να σηκωθώ και βάλτε με να κάτσω,
και δέστε το κεφάλι μου μ’ένα χρυσό μαντήλι,
και φέρτε μου κι έναν παπά να με ξεμολογήση,
να ξέρη από λόγου του,να μού τα συγχωρήση.
Αφήνω το ντουφέκι μου στην Παναγιά στην Τήνο,
αφήνω τα κουμπούρια μου πάνω στον Άη Μελέτη,
αφήν’το θλιβερό σπαθί μέσ’την Φανερωμένη».
Η παράδοση περιέβαλε με μυθική αίγλη την προσωπικότητα του Μητρομάρα στην μνήμη του λαού της Κούλουρης,της Μεγαρίδας και των χωριών του Καταδέματος(παλιά ονομασία της περιοχής μεταξύ Βραυρώνας και Ωρωπίας,στην βορειδυτική Αττική).Κατά τον σχετικό θρύλο,ο Μητρομάρας ήταν τσοπάνης και έβοσκε βόδια.Μια μέρα συνάντησε κάποιον Αγιορείτη καλόγερο,ο οποίος,πηγαίνοντας να πιει νερό σε μια πηγή,ξέχασε εκεί το μαχαίρι του.Το βρήκε κατά σύμπτωση ο Μητρομάρας και τρέχοντας πρόλαβε τον καλόγερο και τού το έδωσε.Για να τον ευχαριστήσει εκείνος,τού χάρισε ένα κομμάτι Τίμιο Ξύλο.Από τότε ο γενναίος Αρβανίτης έγινε τρομερός και άτρωτος•τόσο πολύ,ώστε,όταν πήγαινε να ξυριστεί και είχε πάνω του το Τίμιο Ξύλο,έσπαζαν τα ξυράφια.Πήγε,έπειτα,στον Πειραιά και τού έκαναν εκεί ένα σπαθί,που ήταν τόσο βαρύ,ώστε δεν μπορούσε κανείς να το βγάλει από το θηκάρι του.Όταν δε κάποτε επρόκειτο να πολεμήσει με τους Τούρκους,το τράβηξε κι έκοψε μπροστά τους μια μαρμαρένια κολώνα.Εκείνοι,άμα το είδαν αυτό,σηκώθηκαν κι έφυγαν.Το σπαθί,όπως και η κομμένη κολώνα,υπήρχαν κάποτε,όπως έλεγαν οι παλιοί,στην Φανερωμένη.Άλλος θρύλος πάλι βεβαιώνει για το σπαθί του Μητρομάρα ότι δόθηκε στον Κολοκοτρώνη,λέγεται δε σχετικά στην Κούλουρη το δίστιχο:
«Του Μητρομάρα το σπαθί
Κολοκοτρώνης το φορεί».
Κολοκοτρώνης το φορεί».
(Πηγή:«Αρβανίτες,οι Δωριείς του Νεώτερου Ελληνισμού» του Κώστα Μπίρη).