Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝΑ
ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
Κάθε μορφής εξουσία είτε από συνήθεια, είτε από προδιάθεση ρέπει προς τη διαφθορά. Ακόμα και η Εκκλησιαστική εξουσία δεν εξαιρείται του κανόνος. Το πάθος του ανθρώπου για πρωτεία, δύναμη και πλούτο και ο ανταγωνισμός για τα αξιώματα, άρχισαν πολύ νωρίς στην Εκκλησία. Η εξαγορά επισκοπικών θέσεων – ΣΙΜΩΝΊΑ – και η διεκδίκηση των πρωτείων για το προβάδισμα κυρίως στην Καθολική Εκκλησία με μέσα αθέμιτα που υπενόμευαν και γελοιοποιούσαν τη διδασκαλία του Χριστού, το κήρυγμα της εγκράτειας, της λιτότητας, της ευσπλαχνίας και της αγάπης «Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε», είναι το διαχρονικό στίγμα της Εκκλησιαστικής διαφθοράς.«Μη κτήσησθε χρυσόν, μηδέ άργυρον μηδέ χαλκόν εις τα ζώνας υμών, μη εις οδόν, μηδέ δύο χιτώνας, μηδέ υποδήματα, μηδέ ράβδον». (Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον).
Η Σιμωνία - εξαγορά θέσεων – στο Χριστιανικό Ιερατείο, στους ανωτέρου βαθμού ιερείς, εμφανίστηκε από τα πρώτα βήματα των Αποστόλων, λίγα χρόνια μετά τον σταυρικό θάνατο του Ιησού Χριστού ιδρυτή της Χριστιανικής Θρησκείας! Αυτή η «ασεβής και βδελυρά»συνήθεια, όπως αποκάλεσε τη Σιμωνία το 459 μ.Χ. 0 Πατριάρχης Γεννάδιος Α΄, η λεγόμενη «χριστεμπορία», η «γάγγραινα» της Εκκλησίας θα παρακολουθεί τον ανώτερο κλήρο επί δύο χιλιετίες.
Ο παράφορος πόθος για την εξουσία, η έντονη επιθυμία για απόκτηση δύναμης και δόξας, η απληστία, η λύσσα για επίδειξη, η ιδιοτέλεια, η εξαχρείωση που διαβρώνουν το ιερατείο και πολλούς από τους λειτουργούς τους Υψίστου από τους πρώτους κι’όλας χριστιανικούς αιώνες επισημαίνονται και στηλιτεύονται από Συνόδους και χρηστούς και ενάρετους ιεράρχες. Ο Ζ΄ κανόνας της Συνόδου της Σαρδικής, το 343, καταδικάζει τους επισκόπους που περιφέρονται με αυτοκρατορική συνοδεία και ορίζει ότι πρέπει να σταματήσουν οι πιέσεις και οι διαγκωνισμοί για μετακίνηση από τις μικρές μητροπόλεις στις μεγάλες και πλούσιες και καυτηριάζει την αχαλίνωτη χρυσολατρία και φιλαργυρία. Ο σωζόμενος καταγγέλλει τους εξοντωτικούς ανταγωνισμούς ομάδων επισκόπων για υφαρπαγή προνομίων. Αναφέρεται μάλιστα και στη δράση ευνοιοκρατικών κυκλωμάτων στην Κωνσταντινούπολη διαμέσου προστατευομένων της αυτοκράτειρας και των ευνούχων της.
Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Κύριλλος (Δ΄ αιώνας), εκτοπισμένος εξαιτίας των δογματικών διαφορών του με τον Νεστόριο και αποφασισμένος να ξαναγυρίσει στον θρόνο, κλέβει από το Εκκλησιαστικό θησαυροφυλάκιο μισόν τόνο χρυσάφι και πλήθος πολύτιμα αντικείμενα αμύθητης αξίας και εξαγοράζει την πολιτική εξουσία. Ανάμεσα στα βαρύτιμα δώρα ήταν τάπητες, παραπετάσματα, έπιπλα, προσκεφάλαια κ.ά. Όλα τα λύτρα είχαν καταγραφεί λεπτομερώς.
Ο Θεοδώρητος καταγγέλλει κληρικό που έγινε Επίσκοπος με δωροδοκία – «χρυσίου την επισκοπήν ως αξίωμα κοσμικόν ωνησάμενος».
Ο βιογράφος του Ιωάννη του Χρυσοστόμου Παλλάδιος, επίσκοπος Βιθυνίας (Δ΄ αιώνας.) γράφει ότι ο Θεόφιλος Επίσκοπος Αλεξανδρείας, έστειλε έμπιστους στην Κωνσταντινούπολη για να αγοράσουν από νεοδιορισμένους αξιωματούχους όλες τις Εκκλησιαστικές θέσεις της Αιγύπτου.
Μια σκανδαλώδη περίπτωση διαφθοράς ιεράρχη θα καταγγείλει ο Ευσέβιος το 400 μ.Χ. στην τοπική Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως. Επί Θεοδοσίου, ο ΕπίσκοποςΑντωνίνος απογύμνωσε τον Ναό για να στολίσει την κατοικία του. Ήταν στοργικός οικογενειάρχης με πολλά παιδιά! Πούλησε όλα τα αργυρά σκεύη, ξήλωσε τα μάρμαρα του Βαπτιστηρίου και τα χρησιμοποίησε για το λουτρό του και απέσπασε τους μικρούς κίονες για διακόσμηση της τραπεζαρίας του. Πούλησε επίσης τις γαίες που είχε δωρήσει ο Ιουλιανός στην Εκκλησία. Και τέλος εμπορευόταν τη χειροτονία νέων ιερέων. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος που είχε επιφορτισθεί με έρευνα στην Έφεσο, ύστερα από καταγγελίες για Σιμωνία, κατέληξε, όπως γράφει ο Παλλάδιος, στον αποσχηματισμό έξι επισκόπων. Όλοι τους είχαν εξαγοράσει τα αξιώματά τους.
Η Σιμωνία στα ανώτερα κλιμάκια του κλήρου είχε προσλάβει τέτοιες διαστάσεις στο Βυζάντιο, που ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Α΄ πρότεινε στη Σύνοδο του 459 αυστηρά μέτρα καταστολής. Ζήτησε συγκεκριμένα την επέμβαση του αυτοκράτορα για να αναχαιτισθεί το κύμα διαφθοράς που σκανδάλιζε τους πιστούς και καθιστούσε ανυπόληπτη την Εκκλησιαστική ηγεσία. Δέκα χρόνια αργότερα ο Λέων Α΄ όρισε ότι ο Επίσκοπος πρέπει να είναι λαοπρόβλητος και η εκλογή του να γίνεται φανερά και ελεύθερα. Η ιεροσύνη δεν αγοράζεται και το αξίωμα αποκτάται με την αρετή και την αξία. Οι Σιμωνιακοί Επίσκοποι και εκείνοι που χρηματίζονται για να ψηφίσουν θα αποσχηματίζονται και θα καταδικάζονται στην ποινή της ατιμίας.
Ωστόσο, παρά τους φραγμούς της Βυζαντινής νομοθεσίας, η φαυλότητα στη χειροτονία των κληρικών θα συνεχισθεί ακάθεκτη. Η διεφθαρμένη αυτοκρατορική εξουσία αποτελούσε το πρότυπο για τους εκτραχηλισμούς των αξιωματούχων της Εκκλησίας. Επί Ιουστινιανού απαγορεύτηκε και πάλι το εμπόριο των χειροτονιών, η πλέον προσφιλής μέθοδος πλουτισμού των ανωτάτων κληρικών, και ορίστηκε ότι όσοι αποκτούσαν την ιεροσύνη με ευνοιοκρατικές παρεμβάσεις ή εξαγορά θα αποσχηματίζονταν, και εκείνοι που είχαν χρηματισθεί θα κατέθεταν τα αργύρια στο εκκλησιαστικό ταμείο. Και πάλι όμως τίποτα δεν άλλαξε. Η «χριστεμπορία»εξακολουθούσε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία προκαλώντας ηθική αποσύνθεση. Το 565 Νεαρά του Ιουστινιανού υποχρεώνει τους κληρικούς να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση ότι κατά τη χειροτονία τους δεν δωροδόκησαν ούτε μεσάζοντες, ούτε ιεράρχες, ούτε ψηφοφόρους. Όλα για το θεαθήναι.
Η διαφθορά κορυφώθηκε στους αιώνες της τουρκοκρατίας. Οι τέσσερες πρώτοι Πατριάρχες μετά την Άλωση τίμησαν το αξίωμά τους. ύστερα άρχισε η συναλλαγή με το σεράϊ και ο εκπλειστηριασμός του θρόνου. Το εξαχρειωμένο οθωμανικό κράτος εκμεταλλεύεται τους ανταγωνισμούς των υποψηφίων και τους υποκινεί – για να πλουτίζει τους αξιωματούχους του. «Οι περί τον Πατριάρχην αρχιερείς», γράφει ο Αθ. Κομνηνός – Υψηλάντης, «ουδέν άλλο εσυλλογίζοντο ή το φατριάζειν και αλλαξοπατριαρχεύειν».
Την εξαχρείωση της εκκλησιαστικής εξουσίας, - αλληλοσπαραγμός των μνηστήρων του θρόνου, μηχανορραφίες, επονείδιστες συναλλαγές με τους Οθωμανούς – στην επαναστατική 50ετία καταγράφει με οργή ο ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας». Χαρακτηρίζει «μιαράν» την Ιερά Σύνοδο και κατηγορεί τα μέλη της ότι κατακλέβουν «τους ταλαιπώρους χριστιανούς», ότι διάγουν αναίσχυντο βίο και ότι αποτελούν «μίαν μάνδραν λύκων» που κατατρώγουν «τα αθώα πρόβατα της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Η ηθική, πνευματική και κοινωνική παρακμή, ο ξεπεσμός του Ιερατείου στο αποκορύφωμα. Στηλιτεύει τους επισκόπους για τον σαρδαναπαλικό τους βίο. «Τρώγωσι και πίνωσι ως χοίροι. Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας την νύκτα και δύο ώρας μετά το μεσημέρι, λειτουργούσι δύο φοράς τον χρόνον και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα και ουτιδανά έργα οπού τινάς ημπορεί να στοχασθή. Και ούτως εις τον βόρβορον της αμαρτίας και εις την ιδίαν ακρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα και οι αναστεναγμοί του λαού είναι προς αυτούς τόσοι ζέφυρες».
Και για τις περιοδείες στην επικράτειά τους. «Αυτός ο αναίσχυντος και βάρβαρος και αμαθέστατος άνθρωπος, αφού τρώγει δι’ όσας ημέρας μένει εις το χωρίον από την πτωχήν κοινότητα, αφού αρπάζει όσα περισσότερα δυνηθή, τότε αφορίζει ένα-δύο και άλλους τόσους κάμνει παπάδες και έπειτα φεύγει».
Καταγγέλλει επίσης τους κληρικούς και μοναχούς για την εξαπάτηση των ανυποψίαστων χριστιανών με τα ψευδολείψανα αγίων: πρόκειται για την πιο αισχρή και ενσυνείδητη παραποίηση της αλήθειας που στηρίζεται στην πίστη και την ευπιστία των χριστιανών, που αποβλέπει σε οικονομικό και μόνον οφέλη, στον πλουτισμό των εμπόρων του Χριστιανισμού.«Αυτοί έχουσιν έν κιβωτίδιον γεμάτον από ανθρώπινα κόκκαλα και κρανία ακέραια τα οποία ασημώνουσι και έπειτα ονοματίζουσιν άλλα μεν του Αγίου Χαραλάμπους και άλλα του Αγίου Γρηγορίου – εν ενί λόγω δεν αφήνουν Άγιον χωρίς να έχουν μέρος από τα κόκκαλά του». Και τέλος κατηγορεί την εκκλησιαστική εξουσία ότι από αρχομανία και απληστία έγινε τουρκόφρων. Εσείς φωνάζετε με άκραν ησυχίαν και λέγετε «αγαπητοί, ο Θεός μας έδωσε την οθωμανικήν τυραννίαν δια να μας τιμωρήση δια τα αμαρτήματά μας και παιδεύοντάς μας εις την παρούσαν ζωήν να μας ελευθερώση μετά θάνατον από την αιώνιαν κόλασιν»…Δεν βλέπετε οπού με αυτήν την κακήν σας και άτοπον παρηγορίαν υποχρεώνετε τους Έλληνας, αντί να μισήσουν την τυραννίαν και να προσπαθήσουν να ελευθερωθούν, εξεναντίας να την αγαπώσι και μάλιστα να νομίζονται ευτυχείς, πιστεύοντες από απλότητά των ότι παιδεύονται εις την παρούσαν ζωήν δια να αποκτήσουν τον παράδεισον;».
Στα χρόνια του Αγώνα οι κυριότεροι παράγοντες της εκκλησιαστικής εξουσίας – σε αντίθεση με τον κατώτερο κλήρο και τους μοναχούς που θυσιάστηκαν για την εθνική υπόθεση – προσχωρούν σε φατρίες και πρωτοστατούν στους πολιτικούς ανταγωνισμούς. Πολλοί τάχθηκαν αναφανδόν – ακολουθώντας την πατριαρχική παράδοση – υπέρ του μοναρχικού καθεστώτος και μάλιστα με ξένο βασιλιά. Ο Μητροπολίτης Άρτας Πορφύριος διάβασε συγχωρητική ευχή στους τάφους των δολοφόνων του Καποδίστρια. «Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδος πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς», γράφει ο Μακρυγιάννης .
Η χριστεμπορία θα ευδοκιμήσει και μετά την απελευθέρωση. Η διαφθορά της πολιτικής εξουσίας ευνοεί και τις άνομες συναλλαγές των εκκλησιαστικών αρχόντων και κυρίως τη σιμωνία. Γράφει ο σύγχρονος Θ. Ρηγόπουλος: «Όλοι σχεδόν οι κατά πρώτον το 1852 χειροτονηθέντες αρχιερείς και οι μετέπειτα εις τας χηρευούσας επισκοπάς χειροτονούμενοι, δια τοιούτων μέσων εχειροτονούντο, δωροδοκούντες τους υπουργούς και τους παρά τη Αυλή ισχυρούς, ώστε η σιμωνία είχε καταντήσει θεσμός, την οποίαν και οι επίσκοποι αυτοί εξήσκουν αναφανδόν εις τας επαρχίας των κατά την χειροτονίαν των ιερέων προς εκκλησιαστικόν σκάνδαλον και περιφρόνησιν της θρησκείας».
Πολιτικό σεισμό προκάλεσε το σκάνδαλο σιμωνίας που ήρθε στο φώς το 1875, τα περίφημα «Επισκοπικά». Ο γαμπρός του πρωθυπουργού Βούλγαρη Βασ. Νικολόπουλος, υπουργός Δικαιοσύνης και ο Δημ. Βαλασόπουλος υπουργός Εκκλησιαστικών δωροδοκήθηκαν για τη χειροτονία μερικών «πολυτάλαντων και χρυσομάλλων» κληρικών, ευνοουμένων της εξουσίας. Σάλος στον Τύπο. «Αι κενωθείσαι θέσεις αρχιερέων εξετέθησαν εις πλειοδοσίαν». Οι εφημερίδες αποκαλούσαν τους δύο υπουργούς ανοιχτά λωποδύτες. «Ημείς το λέγομεν καθαρά, δεν εμπιστευόμεθα εις τον κ. Νικολόπουλον ούτε το ωρολόγιόν μας». Το όνομα του πρωθυπουργικού γαμπρού είχε γίνει συνώνυμο του «πορτοφολά», του απατεώνα.
Ένας πολίτης που είχε το όνομα του διεφθαρμένου υπουργού υπέβαλε την αίτηση στο υπουργείο Εσωτερικών αλλαγής του ονόματός του. Ντρεπόταν να λέγεταιΒασ. Νικολόπουλος.
Φρικαλέο περιστατικό διαφθοράς της εκκλησιαστικής εξουσίας η ιεροεξεταστική συμπεριφορά της απέναντι στον κληρικό Θεόφιλο Καΐρη, σοφό διδάσκαλο του γένους και μεγάλον αναγεννητή. Ο αγωνιστής Καΐρης που κατηγορήθηκε για αιρετικές παρεκκλίσεις αντιμετώπισε άγριο διωγμό από τους κορυφαίους του ιερατείου – αλλά και της πολιτικής εξουσίας που δεν ανεχόταν ελευθερόφρονες ιερωμένους – και εξοντώθηκε πεθαίνοντας μαρτυρικά στις φυλακές. Το 1839 συλλαμβάνεται στην Άνδρο – αποστέλλεται ειδικά πολεμικό υπό τον Κανάρη – μεταφέρεται στην Αθήνα, καθαιρείται, αναθεματίζεται, εγκλείεται σε διάφορες μονές όπου βασανίζεται από φανατικούς μοναχούς και πεθαίνει κάτω από συνθήκες αποτρόπαιες το 1852 σε ένα υγρό και δυσώδες κελλί των φυλακών Σύρου. Ενταφιάζεται μυστικά αλλά την επομένη η αστυνομία ξεθάβει το πτώμα του και το παραδίδει στην πυρά – θαυμαστή σύμπνοια και συνεργασία πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας.
Ένας δεσπότης, καταδικάζοντας τον διαφωτιστικό ρόλο του Καΐρη, έλεγε: «Τι τα θέλουν τα πολλά γράμματα οι Έλληνες; Προς τι το πανεπιστήμιον, τα γυμνάσια και άλλα; Ο Έλλην αρκεί να μάθη να αναγιγνώσκη και να γράφη και ιδού η μόνη χρεία την οποίαν έχει – τα πολλά γράμματα αθεΐζουν τον άνθρωπον».
Αυτή η ζοφερή προϊστορία εξηγεί γιατί η «κρίση ηγεσίας» στην ελληνική Εκκλησία και τα φαινόμενα διαφθοράς διαιωνίζονται. Δεν έλειψαν ποτέ οι αρχομανείς και οι κερδαλεόφρονες. Άγριοι ανταγωνισμοί για το «μεταθετόν», ατέλειωτες διαμάχες ανάμεσα στους εκκλησιαστικούς άρχοντες και τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και αδελφότητες.
Αλλά οι χειρότερες αιτιάσεις για διαφθορά της εκκλησιαστικής εξουσίας αφορούν την ανάδειξη ιεραρχών. Το 1965 έξι «ορθόδοξα χριστιανικά σωματεία»κατήγγειλαν ανοιχτά επαίσχυντες συναλλαγές, σαρδαναπαλικό βίο ιεραρχών, «σατανικές κινήσεις» των υποψηφίων που αγωνίζονται «να αναρριχηθούν ως αίλουροι»στο κορυφαίο εκκλησιαστικό αξίωμα, «ασυνειδησία» παραγόντων της Εκκλησίας και χειροτονία «ανικάνων και φαύλων υποκειμένων» .
Τα φαινόμενα διαφθοράς στους κόλπους της εξουσίας ευνοούν οι εχθρότητες μεταξύ αρχιερέων, τα μίση και πάθη που συχνά έρχονται εκρηκτικά στη δημοσιότητα με φρικώδεις λιβέλλους. Το 1975 μητροπολίτης απαντά σε υβριστή του μητροπολίτη με επίσημη δήλωσή του προς την Ιεραρχία. Ιδού ένα απόσπασμα.«Τοιαύτην μυσαράν και κακούργον ψυχήν σπανίως συναντά τις, ακόμη και εις τας τάξεις των αξέστων καραγωγέων, των λούστρων και των χαμάληδων της Ισταμπούλ. Μόνον ελεεινοί και χυδαίοι υπάνθρωποι, προερχόμενοι όχι από σπίτια, αλλ’ από «αχούρια», από τρώγλες συνοικισμών υπαναπτύκτων χωρών της πρωτογόνου Ανατολής, μόνον πνευματικώς υπανάπτυκτοι, απολίτιστοι και βάρβαροι, άνθρωποι με καρδίαν τίγρεως και αντιλόπης και ψυχήν κοπρώδη, βουτηγμένην εις την λάσπην της προστυχιάς και τον δυσώδη βόρβορο της αισχράς εμπαθείας, μόνον από υποκείμενον εις τας αρτηρίας και τας φλέβας του οποίου ρέει όχι καθαρόν αίμα, αλλά βρώμικον πύον, μόνον από αισχράν, ρυπαράν και κολασμένην ψυχήν, θ’ ανέμενε τις μίαν τοιαύτην συμπεριφοράν, αναξίαν όχι Επισκόπου και ανθρώπου πεπολιτισμένου, αλλ’ ανθρωποφάγου και εξ ολοκλήρου διεφθαρμένην ψυχήν και καρδίαν έχοντος…».
Η εκκλησιαστική ηγεσία ήταν, από τους αιώνες του Βυζαντίου, εξαρτημένη από την αυτοκρατορική Αρχή. Απολάμβανε το ιερατείο τα προνόμιά του και ανταπέδιδε την εύνοια δοξολογώντας τους ένοικους του «ιερού παλατίου». Η εξάρτηση θα συνεχισθεί και μετά την Άλωση, αυτή τη φορά από τα σουλτανικά σεράγια.
Εξαρτημένο και σήμερα το Πατριαρχείο από την τουρκική εξουσία. Οι υποψήφιοι παρακαθήμενοι πρέπει να έχουν γεννηθεί στην Τουρκία και να είναι Τούρκοι υπήκοοι. Και οι τοπικές Αρχές μπορούν να εξαιρέσουν από τον κατάλογο των υποψηφίων τους ανεπιθύμητους. Το Πατριαρχείο λειτουργεί «υπό την προστασία του Συντάγματος και των νόμων της τουρκικής δημοκρατίας»και ανήκει στη δικαιοδοσία του Νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως! Είναι επιτηρούμενο ίδρυμα και διατελεί υπό την απειλή επεμβάσεων και σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας.
Τι θα γίνει όταν η παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην Πόλη που διαρκώς συρρικνώνεται καταντήσει συμβολική; Ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα επιλέγεται ανάμεσα σε μερικές ίσως εκατοντάδες ορθόδοξους τουρκικής ιθαγένειας;
Το Πατριαρχείο παραμένει βουβό και ανίσχυρο σε εποχή τρομακτικών αλλαγών, ανακατατάξεων και κινδύνων – και μάλιστα στον δικό του πνευματικό χώρο. Και το χειρότερο: αποδυναμώνεται και φθίνει, τη στιγμή ακριβώς που ο πάπας, συνεταίρος των δυνάμεων του χρήματος και προπομπός της «νέας τάξης», πολιτικής και οικονομικής, αλωνίζει την υδρόγειο και διακηρύσσει με ιταμότητα ότι «πρέπει ν’ αρχίσει ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης», δηλαδή ο εκκαθολικισμός της ηπείρου, τη στιγμή που εγκαινιάζει εκστρατεία – μια νέα μορφή Σταυροφοριών – προς την Ανατολή διαμέσου της Πολωνίας – θρησκευτικής αποικίας του Βατικανού – και της ουκρανικής Ουνίας, τη στιγμή που επιχειρεί προσηλυτιστικές εξορμήσεις στην Αμερική και την Αφρική. Σ’ αυτήν ακριβώς την κρίσιμη ιστορική καμπή το Πατριαρχείο, η κεφαλή της Ορθοδοξίας, υπό την σκιά της τουρκικής εξουσίας, με Πατριάρχη μια εξέχουσα προσωπικότητα με αξία και διεθνές κύρος δεν μπορεί να ασκήσει και την οικουμενική πνευματική αποστολή του. Περιορίζεται αναγκαστικά στα αυστηρώς θρησκευτικά μηνύματα – Χριστούγεννα και Πάσχα – με αλληλοδιάδοχη παράθεση χωρίων των Γραφών…
Το πασχαλινό πατριαρχικό μήνυμα του 1991, την ώρα ακριβώς που η ένοπλη επέμβαση των Δυνάμεων αφάνιζε λαούς της Μ. Ανατολής, περιοριζόταν σε μια ουδέτερη, εξωκοσμική και έμφοβη αναφορά στα δεινά του πολέμου, χωρίς κάν υπαινιγμό για τους δολοφόνους των εθνών. Ωσάν η δυσώδης εκείνη εκστρατεία να ήταν θεομηνία και όχι προμελετημένη εν ψυχρώ επιχείρηση για στυγνά οικονομικά συμφέροντα.
Η εκκλησιαστική εξουσία συμπεριφέρεται πάντοτε ως ομογάλακτη της κοσμικής ευλογώντας χωρίς ενδοιασμό και τους λαοπρόβλητους «ταγούς» και τους τύραννους. «Ορκίζει» με συγκαταβατική άνεση πρωθυπουργούς και υπουργούς αλλά και πραξικοπηματίες και δικτάτορες, προσηλωμένη προφανώς στο του αποστόλου Παύλου – άλλων καιρών – θέσφατον «ού γαρ εστίν εξουσία εί μη από Θεού». Και στους ναούς το ιερατείο δέεται υπέρ των εκάστοτε κυβερνώντων, υπέρ της διεφθαρμένης δηλαδή συντεχνίας των πολιτικών, χωρίς καμμιά διάκριση, επιφύλαξη ή ηθικής σημασίας προϋπόθεση. «Μνήσθητι, Κύριε, πάσης αρχής και εξουσίας».
Εξουσιαστική η αξιολόγηση και ιεράρχηση θεσμών και αξιών στα λειτουργικά κείμενα, μίμηση της αλαζονικής υπεροχής των κοσμικών κυριάρχων. Οι ιερείς αναμέλπουν «υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών, του τιμίου πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας, παντός Κλήρου και του Λαού». Πρώτος στις δεήσεις ο προκαθήμενος και το ιερατείο του και έσχατος ο λαός! «Ειρήνην τω κόσμω σου δώρησαι, ταίς Εκκλησίαις σου, τοίς Ιερεύσι, τοίς Βασιλεύσι ημών, τω Στρατώ και παντί τω Λαώ σου». Και πάλι ο λαός, το «χριστεπώνυμο πλήρωμα», αναφέρεται τελευταίο. Προηγείται η εξουσία, εκκλησιαστική και πολιτική και η ακολουθία της.
Σε άλλες δεήσεις η θεϊκή ευλογία και προστασία αφορά πρώτα-πρώτα τον μονάρχη και τη βασιλική οικογένεια. Το έθνος έρχεται τελευταίο! «Υπέρ των ευσεβεστάτων και θεοφυλάκτων βασιλέων ημών… του διαδόχου αυτών… πάσης της βασιλικής οικογενείας, του ευσεβούς ημών έθνους…».
Οι αξίες που πρεσβεύει και τιμά η εκκλησιαστική εξουσία δεν συμβιβάζονται διόλου με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Μερικές φορές κορυφαίοι του ιερατείου προσβάλλουν αναιδώς τους πολιτειακούς θεσμούς και προκαλούν το λαϊκό αίσθημα. Στα κρίσιμα επίσης προβλήματα που συνταράσσουν την ελληνική κοινωνία, η εκκλησιαστική ηγεσία παραμένει σιωπηλή, αδιάφορη ή ουδέτερη.
Ανέχεται, ωστόσο, τους πολιτικούς τυχοδιώκτες να καπηλεύονται τις χριστιανικές εορτές με την επιδεικτική και άκρως υποκριτική παρουσία τους μπροστά στους τηλεοπτικούς φακούς. Στην τελετή του Επιταφίου πονηροί κομματικοί τυχοδιώκτες «προσκυνούν» τον Αρχιεπίσκοπο και εκείνος τους χτυπάει θωπευτικά στην πλάτη. Στην τελετή της Ανάστασης συνωστίζεται στην εξέδρα ο εσμός των κομματαρχών υπό το φώς των προβολέων. Ανέχεται επίσης η εκκλησιαστική εξουσία τη βάρβαρη εμφάνιση των κορυφαίων της πολιτικής με κουστωδία στον «οίκον του Θεού» και την υποδοχή τους μετά σαλπίγγων, εμβατηρίων και χαιρετισμών από παρατεταγμένα στρατιωτικά τμήματα. Και πορφυρό θρόνο στο ναό κατά τη δοξολογία για τους «ανώτατους άρχοντες»
Αδελφοποιτές εξουσίες η πολιτική, η εκκλησιαστική και δικαστική, μοιράζονται τους ρόλους και τη λεία – «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Κυνική και ασεβής συμπαιγνία. Οι μεν ποδοπατούν τους δημοκρατικούς θεσμούς με την αλαζονεία τους, οι Δε προσβάλλουν τους πιστούς με την ακηδία τους. Αμφότεροι εξευτελίζουν τον πολίτη και τον πιστό, τη δημοκρατία και τη χριστιανική διδασκαλία.
Στο παρελθόν οι ιδιοτελείς διασυνδέσεις των ηγετικών κλιμακίων της Εκκλησίας με την εξουσία οδηγούσε συχνά σε άνομη, δόλια και αντικοινωνική συνεργασία. Ιεράρχες υπηρετούσαν τα συμφέροντα του συστήματος με πολιτικά κηρύγματα και κομματισμούς. Ήταν μια εκχώρηση αρμοδιοτήτων «πνευματικής υφής» από τους κυβερνώντες. Πρίν 150 χρόνια, ο πρώτος μέγας φαυλοκράτης Ιω. Κωλέτης ανέθεσε στην Ιερά Σύνοδο να κεραυνοβολεί την αντιπολίτευση. Και ιδού η πρώτη κομματική εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου – νουθεσία προς τους πιστούς: «Οφείλετε να αποφεύγετε ως λοιμόν πάντα τον εναντίον της καθεστώσης τάξεως και ησυχίας λαλούντα ή γράφοντα και ως επίβουλον των κοινών συμφερόντων να θεωρήτε»!
Οι Συνοδικοί του Κωλέτη συμπεριφέρονταν όπως ο σημερινός καθολικός κλήρος στη Δύση. Κατά την προεκλογική περίοδο – και όχι μόνο – οι ιερείς εκφωνούν από τον άμβωνα πύρινους λόγους κατά των «εχθρών» της παπικής εξουσίας. Το Βατικανό υπήρξε πάντοτε σύμμαχος, συνεταίρος, και συχνά κηδεμόνας των ηγεμόνων.
ΠΗΓΗ
Βασική και έγκυρη πηγή άντλησης των στοιχείων και των πληροφοριών είναι το μνημειώδες έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ» με τις σχετικές παραπομπές στη βιβλιογραφία.