«Αξιοσημείωτη είναι η συνεργασία των χωρικών για τη διάνοιξη των αρδευτικών αυλακιών για το πότισμα των χωραφιών τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα διανοιγμένα αυλάκια για τη μεταφορά του νερού είναι σημαντικού μήκους, έτσι ώστε κάθε χρόνο και στην αρχή του καλοκαιριού να απαιτείται εργώδης προσπάθεια για τον καθαρισμό τους από υλικά που έπεσαν από τις βροχοπτώσεις και τις κατολισθήσεις το χειμώνα. Οι έχοντες σε κάθε περιφέρεια κτήματα, συνεργάζονται για «να βγάλουν το δικό τους αυλάκι», προσφέροντας εργασία ανάλογα με τα στρέμματα, τα όποια καλλιεργούν κάθε φορά, διότι συμφώνα μ’ αυτά θα διατεθεί «ο ποτιστής»7. Όταν πρόκειται να ανοίξουν το μεγάλο αυλάκι, από το νερό του οποίου ποτίζουν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του χωρίου, η συμμετοχή τους στην εργασία είναι καθολική, αφού προσλαμβάνει τη μορφή γενικής εξόδου. Από το απόγευμα ειδοποιούνται οι κάτοικοι του χωρίου ότι την επομένη «θα βγάλουν το τρανό αυλάκι»8 .Το πρωί της άλλης ημέρας σημαίνουν οι καμπάνες της εκκλησίας και παρουσιάζεται ένας από κάθε οικογένεια. Για να είναι η εργασία περισσότερο συστηματική και εύκολη η επίβλεψή της, οι κάτοικοι κατανέμονται σε ομάδες, οι οποίες λέγονται «μάγκες», και επικεφαλής της κάθε μιας είναι ο «μαγκαδόρος»9.»
9. Μ ά γ κ α, η, λέξη Αλβανικής πιθανότατα προελεύσεως, που σημαίνει άθροισμα οπλοφόρων. Πριν από την Ελληνική Επανάσταση η «αλβανική μάγκα» ήταν σώμα ένοπλων όχι της ιδίας οικογένειαςς, όπως η «φάρα», αλλά από διαφορετικές οικογένειες συγκείμενο. Σε απομίμηση, όταν εξερράγη η Επανάσταση και πριν από τη σύσταση του Τακτικού, τα «άτακτα» στρατιωτικά σώμα τα των Ελλήνων αρχηγών είχαν ίδιο οργανισμό με βάση «τη μάγκα» ως κατώτερη μο νάδα. Φαίνεται ότι αργότερα η λέξη χρησιμοποιήθηκε στη δημοτική για να σημάνει ομάδα ανθρώ πων, που συνεργάζονται και για ειρηνικά έργα. Ο διοικητής τη στρατιωτική μάγκα λέγονταν «μαγκατζής», και ήταν υπαξιωματικός, ενώ από μας λέγεται «μαγκαδόρος».