Η βίαιη καταστολή του Μιλόσεβιτς και ο δρόμος προς τον πόλεμο
15/12/2006
Λιγότερο από δυο χρόνια από τη στιγμή που ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς αποτέλεσε ηγετική πολιτική φυσιογνωμία στη Σερβία και την πρώην Γιουγκοσλαβία, ο υψηλός βαθμός αυτονομίας που είχε εκχωρηθεί το 1974 στο Κοσσυφοπέδιο ανακλήθηκε. Κατέχοντας σχεδόν ίδια δικαιώματα με τις έξι Γιουγκοσλαβικές ομοσπονδιακές δημοκρατίες για περίπου 15 χρόνια, το Μάρτη του 1989 η επαρχία τέθηκε υπό τον άμεσο έλεγχο του Βελιγραδίου.
(BBC, CNN, AP, Υπουργείο Εξωτερικών ΗΠΑ, KFOR, Wikipedia, Encarta)
Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς παραθέτει ομιλία σε συγκεντρωμένους εθνικιστές, στις 19 Νοεμβρίου του 1988 στο Βελιγράδι. Ο Μιλόσεβιτς, τότε αρχηγός του Σερβικού Κομουνιστικού Κόμματος, πραγματοποιούσε εκστρατεία για κατάργηση του καθεστώτος αυτονομίας του Κοσσυφοπεδίου. [Getty Images] |
Λιγότερο από δυο χρόνια από τη στιγμή που ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς αποτέλεσε ηγετική πολιτική φυσιογνωμία στη Σερβία και την πρώην Γιουγκοσλαβία, ο υψηλός βαθμός αυτονομίας που είχε εκχωρηθεί το 1974 στο Κοσσυφοπέδιο ανακλήθηκε. Κατέχοντας σχεδόν ίδια δικαιώματα με τις έξι Γιουγκοσλαβικές ομοσπονδιακές δημοκρατίες για περίπου 15 χρόνια, το Μάρτη του 1989 η επαρχία τέθηκε υπό τον άμεσο έλεγχο του Βελιγραδίου.
Την κίνηση αυτή ακολούθησαν μαζικές απολύσει Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου από κρατικές επιχειρήσεις και ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας, σχολείων και του Πανεπιστημίου της Πρίστινας. Κάποιοι από τους μη απολυμένους εγκατέλειψαν τις θέσεις εργασίας τους σε ένδειξη αλληλεγγύης. Τα Αλβανικά ΜΜΕ του Κοσσυφοπεδίου κατεστάλησαν και η διδασκαλία της Αλβανικής γλώσσας διεκόπη, μέχρι το 1994 οπότε και αποκαταστάθηκε.
Αποκρινόμενοι στην κίνηση αυτή, οι Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου δημιούργησαν ένα άτυπο, παράλληλο σύστημα εκμάθησης της Αλβανικής γλώσσας.
Διαμαρτυρόμενοι ενάντια στις πολιτικές του Σερβικού καθεστώτος, δεκάδες χιλιάδες Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου έλαβαν μέρος σε ταραχές που ξέσπασαν στις αρχές του 1990. Για να καταστείλει τις κλιμακούμενες αναταραχές, ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός απέστειλε στρατεύματα, άρματα μάχης και πολεμικά αεροπλάνα, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αστυνομική παρουσία στην επαρχία. Μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου, πάνω από 20 άτομα είχαν χάσει τις ζωές τους κατά τη διάρκεια αναταραχών και η περιοχή κηρύχθηκε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Τον Ιούλιο του 1990, όταν οι Αλβανοί νομοθέτες του Κοσσυφοπεδίου διακήρυξαν ανεξαρτησία, η Σερβία διέλυσε τη συνάθροιση της επαρχίας εν μέσω συνεχών απεργιών και διαδηλώσεων.
Κατόπιν δημοψηφίσματος το οποίο διοργανώθηκε αυτόνομα και δεν αναγνωριζόταν από το Βελιγράδι ή οποιαδήποτε άλλη ξένη κυβέρνηση, ο διανοούμενος και συγγραφέας Αλβανός του Κοσσυφοπεδίου Ιμπραήμ Ρουγκόβα – ιδρυτής της Δημοκρατικής Συμμαχίας του Κοσσυφοπεδίου (LDK) – εξελέγη πρόεδρος της αυτοανακηρυσσόμενης Δημοκρατίας του Κοσσυφοπεδίου το Μάη του 1992.
Την επόμενη τριετία, οι εντάσεις στην επαρχία συνέχισαν να αυξάνονται.
Η εξαίρεση του ζητήματος του Κοσσυφοπεδίου από τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη σύναψη της Ειρηνευτικής Συμφωνίας Ντέιτον το Νοέμβρη του 1995 υποβάθμισαν τη στρατηγική του Ρουγκόβα ως "παθητική αντίσταση" και φαλκίδευσαν την αξιοπιστία του μεταξύ των Αλβανών ριζοσπαστών του Κοσσυφοπεδίου, οι οποίοι ίδρυσαν το μυστικό Απελευθερωτικό Στρατό του Κοσσυφοπεδίου (KLA).
Η στρατιωτική αυτονομιστική ομάδα πρωτοεμφανίστηκε το 1996, όταν ανέλαβε την ευθύνη για σειρά βομβιστικών και άλλων επιθέσεων στην επαρχία. Τους μήνες που ακολούθησαν, ο KLA συνέχισε τις επιθέσεις με όπλα και βόμβες σε τακτική βάση. Μέχρι το καλοκαίρι του 1998, κατάφερε να ελέγχει αποτελεσματικά τουλάχιστον το ένα τέταρτο της επαρχίας.
Τα σκληρά μέτρα που λήφθηκαν από το Γιουγκοσλαβικό Στρατό και τις Σερβικές δυνάμεις ασφαλείας το Φεβρουάριο του ίδιου έτους, τους βοήθησαν να αποδυναμώσουν τον KLA και να ανακτήσουν τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας. Εν τω μεταξύ, εκατοντάδες άτομα είχαν χάσει τη ζωή τους και πάνω από 200.000 πολίτες -- κυρίως Αλβανοί του Κοσσυφοπεδίου – εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Στις 23 Σεπτεμβρίου, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε το Ψήφισμα 1199, καλώντας για κατάπαυση του πυρός και προειδοποιώντας τις αρχές του Βελιγραδίου ότι σε περίπτωση που δεν συμμορφωθούν θα αντιμετωπίσουν "πρόσθετα μέτρα".
Αντιμέτωπος με τις απειλές του NATO για αεροπορικές επιθέσεις σε Σερβικούς στρατιωτικούς στόχους, αρκετές εβδομάδες μετά ο Μιλόσεβιτς συμφώνησε να αποσύρει μέρος τον στρατευμάτων και να επιτρέψει την έλευση αποστολής επιθεώρησης του ΟΑΣΕ στο Κοσσυφοπέδιο.
Η παρεπόμενη ανακωχή αποδείχθηκε βραχύβια. Το Δεκέμβρη, Σέρβοι ισχυρίστηκαν ότι είχαν σκοτώσει πάνω από 30 μαχητές του KLA σε σειρά συμπλοκών κατά μήκος των συνόρων. Αργότερα τον ίδιο μήνα, ο Γιουγκοσλαβικός Στρατός και η αστυνομία εσωτερικής ασφάλειας διενήργησαν κοινή στρατιωτική επιχείρηση κοντά στο Ποντούεβο, στο βόρειο Κοσσυφοπέδιο.
Τον Ιανουάριο, στο χωριό Ρατσάκ ανακαλύφθηκαν τα πτώματα 45 Αλβανών του Κοσσυφοπεδίου, πυροδοτώντας έντονες διεθνείς αποδοκιμασίες.
Καθώς οι βιαιοπραγίες συνεχίζονταν, το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 1999 τα εμπόλεμα μέρη κλήθηκαν στο Ραμπουγιέ της Γαλλίας για να διενεργήσουν ειρηνευτικές συνομιλίες υπό διεθνή μεσολάβηση. Οι διαπραγματεύσεις ναυάγησαν στις 20 Μαρτίου όταν οι Σέρβοι εκπρόσωποι απέρριψαν προτεινόμενη συμφωνία, η οποία είχε υπογραφεί από την Αλβανική πλευρά του Κοσσυφοπεδίου.
Στις 22 Μάρτιος, ο απεσταλμένος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ αφίχθη στο Βελιγράδι σε μια τελευταία προσπάθεια να πείσει τον Μιλόσεβιτς να αποδεχθεί τη συμφωνία, ωστόσο αναχώρησε από τη Σερβική πρωτεύουσα με άδεια χέρια.
Στις 24 Μαρτίου, το ΝΑΤΟ ξεκίνησε αεροπορικές επιθέσεις εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, με σκοπό τον τερματισμό της βίαιης καταστολής του Κοσσυφοπεδίου και την εκδίωξη των δυνάμεών της από την επαρχία.