«Τον λέγανε Μπασιά • Γεώργιος Μπασιάς του Δημητρίου. Βέβαια, Γκέρκι τον λέγανε στη στάνη, ή Γιωργή, και τον πατέρα του Μήτσο, αλλά για το στρατό και την αστυνομία ήταν ο Γεώργιος Μπασιάς του Δημητρίου. Το ίδιο κι ο παπούς του, Γκέρκι ή Γιωργή τον λέγανε, Γεώργιος τον γράφανε• τον προπάππο του επίσης Μήτσο τον λέγανε στη στάνη, Δημήτριο τον γράφανε, όπως βάφτισε το γιό του χάρη στον πατέρα του, όπως έκαναν όλοι οι Μπασιάδες από πάππου προς πάππο. Τον λέγανε, λοιπόν, Μπασιά• μόνο που πρόφερε το σίγμα παχύ• αρβανίτικο. Όταν ήρθε στο στρατό και άκουσε να τον λένε απλώς ‘Μπασιά’, με λεπτό σίγμα, ελληνικό και ‘ιωτακισμένο’, αν και δεν ήξερε τον όρο, προσαμόστηκε αμέσως και σ’ αυτό• ούτε που το ξανασκέφτηκε. Με φτάνει που ξέρω ποιος είμαι εγώ και άσ’ τους αυτούς να νομίζουν ότι ξέρουν καλύτερα! είπε με το νού του• Μπορεί να είναι αξιωματικοί, αλλά δε θα με μάθουν και τ’ όνομά μου τώρα!
Γεννήθηκε στη Στάνη του Μπασιά όπως ο πατέρας, ο παπούς, ο προπάππος του κι εκεί φυσικά θα γεννιόταν κι ο γιός του. Πώς ήξερε ότι θα κάνει γιο; Η στάνη ήταν γεμάτη τσούπρες. Ε… Όσες τσούπρες και να στείλει, έναν θα μου τον δώσει ο θεός! Ν’ ακούσει ο πατέρας μου τ’ όνομά του! παρηγοριόταν• Κι αν δεν τον δώσει; Αδύνατο! Όλοι οι Μπασιάδες κάνουν γιο! Αλλιώς τι Μπασιάδες είναι;»