Η λέξη κουρμπέτι χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στις βαλκανικές χώρες για να δηλώσει αυτό που σημαίνει από την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας: ταξίδι για δουλειά. Κινητικότητα, η οποία τουλάχιστον στην ελληνοαλβανική μεθόριο συνεχίστηκε σχεδόν αμείωτη και όλον τον περασμένο αιώνα: δεν πτοήθηκε από την αυθαίρετη χάραξη του συνόρου μετά τους Βαλκανικούς πολέμους με τη δημιουργία του ανεξάρτητου αλβανικού κράτους το 1913, ενώ συνεχίστηκε ακόμη και μετα τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και πριν από την εγκαθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος, οπότε και μετριάστηκε για να αναπτερωθεί με την κατάρρευσή του το 1990.
Το επέβαλλαν άλλωστε τα ιδιαίτερα πολιτιστικά και εθνολογικά δεδομένα που είχαν από αιώνες διαμορφωθεί στην περιοχή: πληθυσμοί αλβανόφωνοι, ελληνόφωνοι, ορθόδοξοι χριστιανικοί και μουσουλμανικοί, οι οποίοι αναμιγνύονται σε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς, καθιστώντας δυσδιάκριτες τις διαφορές που επιτάσσουν η εθνοτική καταγωγή, η γλωσσική επικοινωνία ή η θρησκευτική παράδοση.
«Παρ' ότι τελικά το σύνορο κατοχυρώθηκε από τις διεθνείς συμβάσεις, το πρόβλημα της έλλειψης αντιστοιχίας ανάμεσα σ' αυτό και στα εθνολογικά δεδομένα παρέμεινε, με αποτέλεσμα εθνοτικές ομάδες ακόμα και συγγενικές ομάδες και οικογένειες να διαιρεθούν ανάμεσα σε δύο εθνικά κράτη» παρατηρεί στο υπό έκδοση βιβλίο του «Στο σύνορο-"μετανάστευση", σύνορα και ταυτότητες στην αλβανο-ελληνική μεθόριο» (εκδόσεις Οδυσσέας) ο καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Βασίλης Νιτσιάκος, ο οποίος ως άλλος περιηγητής του... 21ου αιώνα μελετά και καταγράφει αυτές τις ξεχωριστές σχέσεις, όπως διαμορφώνονται στο αλβανο-ελληνικό διασυνοριακό πλαίσιο. Ανθρώπινες ιστορίες, επιστημονικοί στοχασμοί, αλληλεπιδράσεις πολιτισμικές, στοιχεία που συνθέτουν το ρευστό μωσαϊκό ενός ιστορικά μικτού εθνολογικού πληθυσμού αποτυπώνονται σε αυτό το οδοιπορικό που ξεπερνά τις 450 σελίδες και αποτελεί καρπό βαθιάς γνώσης και ενασχόλησης ετών με αυτή την ιδιαίτερη περιοχή: θέματα που επιχειρήσαμε να ακουμπήσουμε στη συζήτησή μας μαζί του.
Για ποιο λόγο έγινε το βιβλίο;
«Το βιβλίο ξεκίνησε ως μια μελέτη για τη μετανάστευση και το σύνορο, ως μια προσπάθεια δηλαδή να διερευνήσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι μετανάστες αντιμετωπίζουν και διαχειρίζονται το πολιτικό σύνορο αλλά και τα συμβολικά όρια των ταυτοτήτων, διότι σε προηγούμενες μελέτες συνειδητοποιήσαμε πόσο μεγάλη, από μεθοδολογική άποψη, είναι η αξία των συνόρου ως εννοιολογικού εργαλείου για την κατανόηση του φαινομένου της μετανάστευσης αλλά και των σχέσεων που τη διέπουν».
Τα σύνορα πολιτικά χωρίζουν. Αναδεικνύετε πολλά στοιχεία όμως στην αλβανο-ελληνική μεθόριο που ενώνουν. Ποια είναι αυτά;
«Κατ' αρχήν πρέπει να τονιστεί ότι, παρά το γεγονός ότι το σύνορο χωρίζει δύο έθνη-κράτη, σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία ανάμεσα σ' αυτό και τις εθνοτικές σχέσεις που υποτίθεται ότι αποτυπώνει. Επίσης, παρά το γεγονός ότι οι εθνικές ρητορικές εκατέρωθεν του συνόρου τονίζουν και υπεραμύνονται της ομοιογένειας στο εσωτερικό και της διαφοροποίησης ως προς τον εκτός του συνόρου "άλλο", η εθνογραφική έρευνα αναδεικνύει μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Αυτή η εικόνα της πολυμορφίας, ενός εθνολογικού μωσαϊκού, κατέστησε την επιχείρηση χάραξης του συνόρου μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και κατά την ίδρυση του αλβανικού κράτους πολύ δύσκολη υπόθεση, γι' αυτό και τελικά η χάραξη έγινε με έναν εντελώς αυθαίρετο τρόπο, που, εκτός των άλλων, διέσπασε και την ενότητα του ευρύτερου ηπειρώτικου χώρου.
Η παρουσία της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία αλλά και η ένταξη αλβανόφωνων πληθυσμών στο ελληνικό κράτος αποτελεί μόνο μια έκφανση αυτού του γεγονότος. Επειτα, είναι κάτι παραπάνω από προφανές, ακόμα και σήμερα, ότι η διχοτομία Ελληνας-Αλβανός συσκοτίζει παρά φωτίζει την υπάρχουσα πραγματικότητα. Εκτός από τους εθνοτικά Ελληνες και εθνοτικά Αλβανούς, που κι αυτές δεν είναι ομοιογενείς κατηγορίες -για παράδειγμα υπάρχουν πολλές πολιτισμικές διαφορές και διαφορετικές νοοτροπίες και συλλογικές συνειδήσεις μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών ορθόδοξων Αλβανών, υπάρχουν εθνοτικές ομάδες που, ενώ έχουν ενταχθεί εθνικά σε ένα κράτος, συνεχίζουν να διατηρούν τις ιδιαιτερότητές τους και να παρουσιάζουν έντονη ρευστότητα ως προς τις συλλογικές τους ταυτότητες. Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελούν οι Βλάχοι της Αλβανίας. Ως προς τα κοινά πολιτισμικά στοιχεία των ομάδων που χωρίζονται από το σύνορο, αυτά είναι περισσότερα από εκείνα που τους διαφοροποιούν, παρά την ομογενοποιητική δράση των ιδεολογικών μηχανισμών των κρατών τα τελευταία σχεδόν εκατό χρόνια. Επειδή ακριβώς οι ομοιότητες ήταν έντονες, έπρεπε να τονιστούν και μεγιστοποιηθούν, ακόμα και να επινοηθούν διαφορές. Επειδή οι συνδέσεις ήταν πολλές, έπρεπε να εφευρεθούν ρήξεις... Το πολυφωνικό τραγούδι είναι το καλύτερο παράδειγμα. Ενώ είναι μια πολιτισμική έκφραση που ενώνει, οι ειδικοί επιστήμονες ερίζουν για το ποιος την "έκλεψε" από ποιον, στο όνομα της εθνικής ανωτερότητας...».
Σε αυτό το μεγάλο οδοιπορικό, τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;
«Οι προσωπικές και οικογενειακές τραγωδίες που προξένησε η επιβολή του συνόρου και κυρίως ο αποκλεισμός που επέβαλε το καθεστώς Χότζα, από τη μια, και από την άλλη πόσο ρευστές είναι οι ταυτότητες, πόσο εύκολα δηλαδή αλλάζουν σε δύο γενιές...».
Ξεχωρίζετε κάποια ιστορία;
«Την ιστορία της κτηνοτροφικής οικογένειας, της οποίας τα δύο παιδιά έμειναν στα χειμαδιά της Ελλάδας με το "κλείσιμο" του συνόρου και οι γονείς τους απέκτησαν άλλα δύο παιδιά στη συνέχεια στην Αλβανία. Οταν έπεσε το σύνορο, το 1991, ενώθηκε ξανά η οικογένεια και τα μεγαλύτερα παιδιά δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν με τα μικρότερα επειδή μιλούσαν διαφορετικές γλώσσες...».
Κάνετε μια αναφορά για την υποδοχή των Αλβανών από τους Αρβανίτες που είναι εντελώς διαφορετική από τα περιστατικά βίας που είδαν το φως της δημοσιότητας εκείνη την εποχή: πού βρίσκεται η αλήθεια;
«Η στάση τους υπήρξε αμφίθυμη, όπως και όλων των Ελλήνων απέναντι στους "Βορειοηπειρώτες αδελφούς". Η αρνητική πλευρά έχει να κάνει με την άρνηση ταύτισης με την εικόνα που παρουσίαζαν αυτοί οι άνθρωποι όταν πρωτοήρθαν και τη γενική απόρριψή τους από την ελληνική κοινωνία. Αυτό από μια πρώτη επιφανειακή προσέγγιση του θέματος. Διότι, ως προς τους Αρβανίτες, συγκεκριμένες εθνογραφικές έρευνες έδειξαν μια αντίφαση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα, στο πλαίσιο αυτού που αποκαλείται "πολιτισμική οικειότητα". Με άλλα λόγια, οι ίδιοι άνθρωποι που δημόσια εκφράζονται αρνητικά απέναντι στους Αλβανούς, μπορεί στο σπίτι τους να αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετικά συγκεκριμένους ανθρώπους που έχουν στη δούλεψή τους ή με κάποιον τρόπο σχετίζονται. Πάντως, στις πολλές συνεντεύξεις που έχω προσωπικά κάνει με Αλβανούς μετανάστες -κάποιες έχουν δημοσιευθεί σε προηγούμενο βιβλίο μου- οι ίδιοι αναφέρονται πάντοτε με θετικό τρόπο στην υποδοχή που είχαν από τους Αρβανίτες. Αλλωστε όλοι τους σχεδόν τον πρώτο καιρό περνούν από τα μέρη αυτά, κάτι που είναι αναμενόμενο και μόνο από το γλωσσικό πλεονέκτημα που διαθέτουν». *
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στην ΙΩΑΝΝΑ ΣΩΤΗΡΧΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ