Το 1860 επίσης ιδρύεται το Μακεδονορουμανικό Kομιτάτο το οποίο πρεσβεύει την δημιουργία Ρουμάνικου κράτους το οποίο θα περιλαμβάνει την Μακεδονία, την Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Αλβανία. Αμέσως η Ρουμανική κυβέρνηση προχωρά στην κατάσχεση της τεράστιας ακίνητης περιουσίας της Ελληνικής Εκκλησίας στην Ρουμανία, χωρίς να αναγνωρίσει ποτέ υποχρέωση αποζημίωσης. Την ίδια τακτική ακολούθησε 30 χρόνια, μετά και με τα απαλλοτριωθέντα κτήματα των Ευάγγελου και Κων/νου Ζάππα, εξασφαλίζοντας έτσι πλούσιους πόρους για την προπαγάνδα τους.
Και φθάνουμε στο 1862 όπου εμφανίζεται στο προσκήνιο ο Απόστολος Μαργαρίτης. Ο γεννημένος στις 5/8/1832 στην Βλάστη Κοζάνης, δάσκαλος Απ. Μαργαρίτης, μεγάλωσε στην Αβδέλλα, δίδαξε στα σχολεία του Κορησσού, της Καστοριάς και της Κλεισούρας, πήγε στο Βουκουρέστι και κατόρθωσε να εμπνεύσει και να παρασύρει τον χωρίς ιστορικές αναφορές ρουμανικό λαό.
Εφοδιασμένος με πλούσια οικονομικά μέσα επιστρέφει στην Κλεισούρα και λειτουργεί εκεί το πρώτο ρουμανικό σχολείο. Το γεγονός αυτό προκαλεί θύελλα ενθουσιασμού στην Ρουμανία, και αντιδράσεων στην Ελλάδα. Το 1864 ο ίδιος ο Πατριάρχης με επιστολή του ζητά από τους κατοίκους της Κλεισούρας να κλείσουν το σχολείο και να διώξουν τον Μαργαρίτη. Επειδή όμως είχε δημιουργήσει κύκλο ευνοουμένων, αυτοί αντέδρασαν στην έκκληση του Πατριάρχη. Με υποκίνηση του Πατριαρχείου παρεμβαίνουν οι Τούρκοι κλείνουν το σχολείο, συλλαμβάνουν τον Μαργαρίτη και τον στέλνουν στην Κων/πολη. Το 1867 ο Μαργαρίτης επιστρέφει στην Κλεισούρα εφοδιασμένος με άδεια των Τούρκων πλέον, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει «ιδιωτικό σχολείο εντός της οικίας του». Τον ίδιο χρόνο η κοινότητα Αβδέλλας στην Ανατολική Πίνδο τον καλεί να λειτουργήσει κι εκεί ρουμανικό σχολείο. Πλέον τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία. Ο Μαργαρίτης το 1877 διορίζεται «γενικός διευθυντής των ρουμανικών σχολείων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Το 1880 λειτουργούσαν 24 ρουμανικά σχολεία ημιγυμνάσιο στο Κρούσοβο και γυμνάσιο στο Μοναστήρι. Το 1892 οι Ρουμάνοι μετά από άδεια του Σουλτάνου αποφάσισαν να ιδρύσουν δύο επισκοπές στα Γιάννενα και στο Μοναστήρι. Τον ίδιο χρόνο οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας – Ρουμανίας διακόπτονται εξ ‘αιτίας των κτημάτων Ζάππα. Το 1896 αποκαθίστανται μέχρι και το 1905 οπότε και διακόπτονται ξανά. Το 1899 προστέθηκαν Γυμνάσια στα Γιάννενα και τα Γρεβενά, και Εμπορική Σχολή στην Θεσσαλονίκη. Τον ίδιο χρόνο τα σχολεία έφθασαν τα 90. Κάθε οικογένεια που έστελνε μαθητή σε ρουμανικό σχολείο επιδοτούνταν μηνιαίως με μία χρυσή λίρα Τουρκίας, ποσό ικανό να εξασφαλίσει τα απαραίτητα σε μία αγροτική οικογένεια. Επίσης είχαν δωρεάν ρουχισμό και περίθαλψη. Βέβαια στην πραγματικότητα πολλοί γονείς έστελναν τα παιδιά τους είτε για το επίδομα μόνο, είτε για να εξασφαλίσουν καλές σχέσεις πριν την απελευθέρωση του 1912-1913 και με αυτή την πλευρά. Οι Ρουμάνοι έφθασαν στο σημείο να εξαγοράσουν και τις επιστημονικές υπηρεσίες του Γερμανού καθηγητή Weigand για να ενισχύσουν την θεωρία τους. Η επίμονη αυτή προβολή της επίπλαστης επιστημονικής επιχειρηματολογίας πείθει τους Τούρκους, και στις 22-5-1905 ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ με τον περίφημο «ιραδέ» υποκύπτει στις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων και αναγνωρίζει Ρουμανική εθνότητα στην Μακεδονία, Θεσσαλία & Ήπειρο. Έτσι φθάνουμε στον Σεπτέμβριο του 1905 οπότε και διακόπτονται οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας – Ρουμανίας και τίθεται υπό διωγμόν η ακμάζουσα στην Ρουμανία Ελληνική παροικία. Μέχρι το 1911 τα γεγονότα ήταν επώδυνα και περιελάμβαναν απελάσεις Ελλήνων, κλείσιμο σχολείων, κατάσχεση περιουσιών κτλ.
Και φθάνουμε στο 1913 με τον Ελευθ. Βενιζέλο στην εξουσία ο οποίος αναζητώντας στηρίγματα και συμμάχους για την πολιτική του αποφάσισε να δώσει και επίσημα στην Ρουμανία αυτά που είχε κερδίσει ντε φάκτο, για να εξασφαλίσει την υποστήριξή της σε άλλα σημαντικά εθνικά θέματα. Συγκεκριμένα προσπαθώντας να κερδίσει την ευμένεια της Ρουμανίας μια και η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρές πιέσεις στο θέμα της προσάρτησης της Ηπείρου και στο Κρητικό θέμα, και επιπλέον χρειάζονταν τη συμμετοχή της Ρουμανίας στη συμμαχία που είχε συνάψει με τη Σερβία εναντίον της Βουλγαρίας, αναγνώρισε ρουμάνικη μειονότητα στην Ελλάδα και της παραχώρησε ιδιαίτερα σχολικά και εκκλησιαστικά προνόμια. Συγκεκριμένα στις 15/5/1913 ο Έλληνας πρέσβης στο Βουκουρέστι ανακοινώνει ότι σε αντάλλαγμα της συμμαχίας των δύο χωρών επιτρέπεται η χρήση της γλώσσας τους και παραχωρείται σε αυτούς «πλήρη ελευθερία» στα σχολεία και τις εκκλησίες των κουτσόβλαχων της Μακεδονίας. Έτσι στις 18/7/1913 υπογράφεται η Συνθήκη του Βουκουρεστίου κατά την οποία η Βουλγαρία έχανε το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας που το έπαιρναν η Ελλάδα και η Σερβία, και την Ανδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές που έπαιρνε η Τουρκία. Η Βουλγαρία αντέδρασε στην παραχώρηση της Καβάλας στην Ελλάδα και η Ρουμανία απείλησε πως θα κυρίευε τη Σόφια. Έτσι η Ελλάδα κέρδισε την Ανατολική Μακεδονία και σαν σύνορο με την Ρουμανία ορίστηκε ο ποταμός Νέστος.
Ιδού ένα απόσπασμα της επιστολής του Βενιζέλου προς τον Ρουμάνο ομόλογο του Μαγιορέσκο:
«…Η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικές κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής διά τους κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγη υπό την επίβλεψην της Ελληνικής κυβερνήσεως τα ειρημένα ενεστώτα ή μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα».