Αρβανιτές και η καταγωγή των Μεθανιτών
Διηγήσεις και τραγούδια της χερσονήσου των Μεθάνων Προκαταβολικά πρέπει να πούμε ότι η συλλογή των τραγουδιών και των παραμυθιών που ακολουθεί είναι ελλιπέστατη και παρατίθεται χωρίς καμία σχεδόν επεξεργασία και σχολιασμό.
Στην περίπτωση της χερσονήσου των Μεθάνων, η λαϊκή παράδοση των τελευταίων έξι αιώνων με την παρουσία του αρβανίτικου στοιχείου, αντί να εξετάζεται συστηματικά και σε βάθος, στην καλύτερη των περιπτώσεων αποσιωπάται.
Είναι ανάγκη να καταγραφούν όσα δυνατό γρηγορότερα οι προφορικές μαρτυρίες των ηλικιωμένων κατοίκων της χερσονήσου, μια και με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα ο θάνατος αυτών των ανθρώπων θα συνοδεύεται και από το σβήσιμο παραδόσεων αιώνων.
Για την καταγραφή των αρβανίτικων τραγουδιών και παραμυθιών χρησιμοποιήσαμε την ελληνική γλώσσα μια και τα αρβανίτικα έχουν μόνο προφορικό λόγο. Είναι ευκολονόητο ότι έχουν γίνει πολλά λάθη στην καταγραφή των αρβανίτικων λέξεων. Ξεκινάμε με τραγούδια και πρώτα με το γνωστό της Υπαπαντής που το τραγουδούσαν σε γιορτές και πανηγύρια:
1η εκδοχή:
Ρα καμπάνα Παπαντίσι γκρου βάις ντου βες ντε κλίσε ρα καμπάνα ωτι τριχέρε νάνι τσίσκα πυρ εβέρε γκρο βαζέτου βες τσεμπέρου έα νάνι κάτα νάνι τσι του μούμα γκαμποβτάνι.
Απόδοση στα ελληνικά:
Χτύπα καμπάνα τρεις φορές της Υπαπαντής, τώρα που δεν έχω πιει κρασί για αυτό, σήκω κοπέλα και βάλε το τσεμπέρι, τώρα που η μάνα σου είναι στο περιβόλι. Πώγαινε στην εκκλησία που είναι της Υπαπαντής.
2η εκδοχή:
Ρα καμπάνα Παπαντίς
γκρου βάιζου ντου βες ντε κλίσε.
Ρα καμπάνα νταν - νταν
γκρου βάιζου Δε δες φουστάν
Ρα καμπάνα ντι, τρε αέρε
γρου βάιζου του του βες τσεμπέρ
Απόδοση στα ελληνικά:
Χτυπάει η καμπάνα της Υπαπαντής
σήκω κορίτσι μου να πας στην εκκλησία
η καμπάνα νταν - νταν
σήκω κορίτσι να βάλεις το φουστάνι
Η καμπάνα δύο, τρεις φορές
σήκω κορίτσι να βάλεις το τσεμπέρι
Το παρακάτω τραγούδι, που ακουγόταν στους γάμους, το τραγούδησε η κύρια Μάρθα, 94 χρονών από τα Μέθανα:
Δύο πουλάκια τα καημένα
παν και έρχονται για μένα
φε μωρέ φέτο το καλοκαιράκι
φέτο το καλοκαιράκι
κυνηγούσα ένα πουλάκι
κυνη μωρέ κυνηγούσα
λαχταρούσα
να το πιάσω Δε μπορούσα
ρι μωρέ ρίχνω το καλόβεργά μου
ήρθαν τα πουλιά κοντά μου το μωρέ το΄να πουλάκι
τ΄ αγαπούσα τ΄ αγαπούσα
τ΄΄ άλλο το περιγελούσα
το μωρέ τό ΄να το ταΐζω μέλι
τό ΄να ταΐζω μέλι
τ΄ άλλο κόκκινο πιπέρι
κι μωρέ κι πιο θα είναι οι κουμπάροι
να μας βάλουνε στεφάνι
ο μωρέ ο παπάς και οι κουμπάροι
θα μας βάλουνε στεφάνι
και μωρέ και ο θεός δίνει τη χάρη και ο θεός δίνει τη χάρη
για να γίνουμε ζευγάρι
Ακολουθεί τραγούδι σχετικό με τις μακριές κοτσίδες κάποιας κοπέλας:
Αρβανίτικα:
Μορ κοτσίδε δρακολέ
βε του μου στρο, βε Τε μου φλιε
Μορ κοτσίδε ντρέδουρου
σου μου τα καμπλιέ ρου
Ντο τα πρες κοτσίδε του
το τα βρετ Τε κιντετ
Ντο τα πρες, ντο τα πρες
ντο τα πρες κορδέλιε του
ντο τα βριτ γκαπε ρε τι
του τα πρες κοτσίδε του, του τα πρες κοτσίδε του
Απόδοση στα ελληνικά:
Μωρή, κοτσίδα σχεδίου δρακολιάς
μόνι σου στρώνεις, μόνη σου κοιμάσαι
Μωρή, στριφτή κοτσίδα πολλά σου τα έχω μαζέψει
Θα σου κόψω τις κοτσίδες και θα τις πετάξω στα σκουπίδια
Θα τις κόψω, θα τις κόψω
θα τις κόψω τις κορδέλες...
Στην συνέχεια θα σταθούμε σε παραμύθια σχετικά με γάμους φτωχών κοριτσιών με πλούσια βασιλόπουλα, μοτίβο καθολικό πάντου, όχι μόνο στην Ελλάδα...
Το παρακάτω παραμύθι το διηγήθηκε η κύρια Μαρία, εβδομήντα χρονών, από τα Μέθανα:
¨Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας πατέρας που είχε τρις κόρες και δεν είχε γυιο να στείλει στρατιώτη και αναγκάστηκε η δεύτερη κόρη να πάει στο στρατό μεταμφιεσμένη σε αγόρι με το όνομα ¨Σταμάτης¨ . Εκεί που πήγε δεν γνώρισε κανένας ότι ήταν κορίτσι, Ο γυιος του βασιλιά όμως κατάλαβε ότι ήταν κορίτσι. Το βασιλόπουλο ανέφερε το γεγονός στην μητέρα του. Η μητέρα δεν πίστεψε τα λεγόμενα του γυιου της και του πρότεινε να πάει με τον ¨Σταμάτη¨ στην θάλασσα για να διαπιστώσει το φύλο του/της. Το βασιλόπουλο έκανε όπως το συμβούλεψε η μητέρα του αλλά η κοπέλα έπεφτε στην θάλασσα καλά προφυλαγμένη και το βασιλόπουλο δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Μετά από νέα συμβουλή της μητέρας πήγαν προς νερού τους. Η κοπέλα ξεπέρασε και αυτή τη δοκιμασία χρησιμοποιώντας καλαμάκι και στέλνοντας τα ούρα τις πιο μακριά από αυτά του βασιλόπουλου. Επέστρεψαν στην θάλασσα όπου ο νέος προσπάθησε πάλι να διαπιστώσει το φύλο του ¨Σταμάτη¨. Μόλις το βασιλόπουλο μπήκε στη θάλασσα η κοπέλα πήρε το άλογο και επέστρεψε στο σπίτι των γονιών της. Ο νεαρός ανέφερε την εξαφάνιση του ¨Σταμάτη¨ στην μητέρα του που τον συμβούλεψε να τον αναζητήσει. Καθώς την έψαχνε, συνάντησε έναν γύφτο και, αλλάζοντας τα ρούχα του με αυτά του γύφτου ντύθηκε φτωχικά. Το βασιλόπουλο τελικά έφτασε στο σπίτι της, όπου η κοπέλα τον αναγνώρισε κάτω από τα φτωχικά ρούχα. Ο νεαρός ζήτησε να του δώσουν λίγο στάρι να πάρει μαζί του και, όταν του το έδινε ο πατέρας της κοπέλας, το άφηνε να χυθεί κάτω και βάλθηκε να το μαζεύει γιατί ήθελε να μείνει το βράδυ στο σπίτι της. Στην συνέχεια κατόρθωσε να αποκοιμίσει την κοπέλα, να την μεταφέρει στο παλάτι και τελικά να την παντρευτεί.
Στο συγκεκριμένο παραμύθι μας κάνει εντύπωση η τολμηρότητα της περιγραφής, αν μάλιστα σκεφτούμε, ότι δημιουργήθηκε ή έστω υιοθετήθηκε σε ένα κατεξοχήν συντηρητικό περιβάλλον. Κατά τα άλλα το μοτίβο της γυναίκας που μεταμφιέξεται σε άντρα έχει πανάρχαιες καταβολές.
Παλιά, κάποιος είχε φορτώσει τη βάρκα του με βαρέλια κρασί και πήγαινε στην Αθήνα να τα πουλήσει. Στο δρόμο τον έπιασε φουρτούνα και παρακάλεσε την Παναγία να τον βοηθήσει να πάει καλά στον προορισμό του και θα έφτιαχνε ένα εκκλησάκι από κρασί.
Πραγματικά η Παναγία τον βοήθησε και, όταν γύρισε, έφτιαξε ένα εκκλησάκι πολύ μικρό. Για το χτίσιμο ανακάτεψε χώμα με κρασί αντί για νερό και, γι΄ αυτό, το μέρος που έχτισε το εκκλησάκι ονομάστηκε Κρασοπαναγιά.
Σε άλλη παραλλαγή ο άνθρωπος αυτός είναι έμπορος, Δε φτάνει στον προορισμό του αλλά, αφού σώθηκε με την βοήθεια της Παναγίας, στην συνέχεια έχτισε το εκκλησάκι χρησιμοποιώντας το λίγο κρασί που του είχε απομείνει.
Ο φόβος των απλών ανθρώπων της υπαίθρου για το μέλλον αποτυπώνεται σε διηγήσεις όπως η παρακάτω:
Λένε ότι τα Μέθανα στηρίζονται σε τρεις ή πέντε κολώνες. Οι περισσότερες έχουν ραγίσει και μία έχει σπάσει τελείως. Άμα σπάσουν όλες, θα καταστραφούν τα Μέθανα.
Η φτώχεια των μικροκαλλιεργητών και των κτηνοτρόφων τους σπρώχνει να πλάσουν μύθους για θησαυρούς χαμένους που περιμένουν τον τυχερό που θα τους βρει και θα τους κάνει δικούς του. Στην περίπτωση των Μεθάνων αξίζει να ερευνηθεί το γιατί δίνεται αρκετή έμφαση σε χρυσές χελώνες.
Παλιά, στα Μέθανα βρισκόταν μια πριγκίπισσα που έπασχε από λέπρα. Αυτή είχε μαζί της μία τεράστια χελώνα και τα χελωνάκια της και ήταν όλα από χρυσάφι. Αυτή η χελώνα και τα χελωνάκια της ήταν θαμμένα σε μια περιοχή των Μεθάνων.
Για το πού βρίσκονται τα χελωνάκια υπάρχουν πολλές απόψεις. Άλλοι λένε πως τα κλέψανε και άλλοι πως βρίσκονται σε κάποιο από τα χωριά των Μεθάνων. Η μεγάλη χελώνα δεν έχει βρεθεί.
Παλιά, έλεγαν ότι στην θέση Θρονί υπήρχαν επτά χρυσές χελώνες, μια μεγάλη και έξι μικρές. Όταν έγινε ο πόλεμος με τους Γερμανούς, μας πήραν την μεγάλη και αγνοείται η τύχη των υπολοίπων. Λενε πως πάνω στο βουνό Χελώνα των Μεθάνων υπάρχει μια μεγάλη χρυσή χελώνα με τα χελωνάκια της. Κατά την κατοχή οι Γερμανοί πήραν μερικά χελωνάκια. Η χελώνα είναι ακόμα εκεί αλλά κανείς δεν την έχει δει τελευταία.
Άλλες διηγήσεις κινούνται γύρο από το ευρέως διαδεδομένο θέμα των ξωτικών και των νεράιδων: Λίγο έξω από το χωριό Μεγαλοχώρι υπάρχει μια πέτρα που έχει σπάσει. Λύνε πως μια νεράιδα την κουβαλούσε για να χτίσουν ένα κάστρο. Στο δρόμο της είπανε να αφήνει την πέτρα και, όπως την άφησε, καθώς ήταν μεγάλη, έσπασε.