«Ηρθαν Αρβανίτες, έζησαν Σουλιώτες, πέθαναν Ελληνες»
Διαδρομές μιας κοινότητας πολεμιστών
ΒΑΣΩ ΨΙΜΟΥΛΗ
Σούλι και Σουλιώτες
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑ Α.Ε.
ΣΕΛ. 564, ΕΥΡΩ 20
Σούλι και Σουλιώτες
ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑ Α.Ε.
ΣΕΛ. 564, ΕΥΡΩ 20
Εάν το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό, για να θυμηθούμε τη γνωστή ρήση του Διονυσίου Σολωμού, τότε το βιβλίο της Βάσως Ψιμούλη ανήκει σαφέστατα στη χορεία των πολλαπλώς ωφέλιμων για το ελληνικό έθνος εκδόσεων. Επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής της ιστορικού, κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1998 (εκδότης: Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/ Ε.Ι.Ε.) και διακινήθηκε κυρίως σε έναν κύκλο ειδικών. Με πρόσθετα στοιχεία, ένα νέο κεφάλαιο, επίμετρο και εικονογραφικό υλικό, η παρούσα έκδοση δίνει την ευκαιρία στο ευρύ αναγνωστικό κοινό να γνωρίσει ένα από τα πιο αξιόλογα και ρηξικέλευθα ελληνικά ιστορικά βιβλία των τελευταίων χρόνων.
Η αναφορά στο Σούλι και τους Σουλιώτες παραπέμπει συνήθως στο χορό του Ζαλόγγου ή στον καλόγερο Σαμουήλ στο Κούγκι, έτσι όπως έχουν αποτυπωθεί στο νου μας από τα σκετσάκια των σχολικών χρόνων και τις τηλεοπτικές προβολές κάθε 25η Μαρτίου. Η σύγκρουση των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά συνδέθηκε στην ελληνική ιστοριογραφία με την Επανάσταση του 1821, θεωρήθηκε σε μεγάλο βαθμό το προανάκρουσμα της απελευθέρωσης της Ελλάδας, καταλαμβάνοντας από πολύ νωρίς ξεχωριστή θέση στο εθνικό πάνθεον. Τα στερεότυπα για το Σούλι και τους ηρωικούς άνδρες του -πρότυπα ανδρείας, απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων-, κατασκευάστηκαν μέσα από μελέτες και ιστορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας από το 19ο αιώνα έως σήμερα, και εστιάστηκαν κυρίως στα τελευταία χρόνια της παρουσίας των Σουλιωτών στην περιοχή, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Μελέτες οι οποίες ενέταξαν μια προεπαναστατική σύγκρουση στο εθνικό αφήγημα, αποσιωπώντας, σε μεγάλο βαθμό, ή υποβαθμίζοντας ζητήματα, όπως η καταγωγή των Σουλιωτών από αρβανίτικα φύλα, ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της κοινότητας τους ή οι αλληλοσυγκρουόμενες διαδρομές των σχέσεών τους με τον Αλή Πασά.
Η Βάσω Ψιμούλη στο βιβλίο της ανοίγει το φακό, καδράροντας ένα νέο τοπίο. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιεί την παλαιότερη βιβλιογραφία, εμπλουτίζοντας τη με νέες πληροφορίες, αποτέλεσμα συστηματικής αρχειακής έρευνας. Εκκινεί από το 13ο-14ο αιώνα και τις πρώτες εγκαταστάσεις μεταναστευτικών ομάδων Αλβανών στο χώρο της Ηπείρου και της Θεσπρωτίας. Με τα περιορισμένα στοιχεία που είναι διαθέσιμα, εξιστορεί τα της παρουσίας τους στο χώρο, για να φτάσει στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και στις λιγοστές μαρτυρίες για τη δημιουργία του Σουλίου. Στο πρώτο μέρος της μελέτης, εξετάζονται εκτενώς τα δομικά χαρακτηριστικά του ομώνυμου συμπλέγματος οικισμών (περιοχή, όνομα, κοινωνική οργάνωση, λατρεία, δομή οικογένειας, γλώσσα και παιδεία), καθώς και η φυσιογνωμία της κοινότητας που συγκροτήθηκε εκεί (διοικητική διαίρεση, φορολογία, παραγωγικές δραστηριότητες, οικονομική κατάσταση).
Η ιστορικός σκιαγραφεί τη φυσιογνωμία μιας κλειστής ορεινής κοινότητας πολεμιστών. Αρβανίτες στην καταγωγή, ορθόδοξοι στο θρήσκευμα, χρήστες της γραπτής ελληνικής γλώσσας για την επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο, οι Σουλιώτες στήριξαν την οικονομία τους στην κτηνοτροφία αλλά και στην αρπαγή και την παροχή προστασίας στα διπλανά χωριά. Χωρισμένοι σε ισχυρότατα γένη, έκτισαν σταδιακά την εξουσία τους στην περιοχή, συναλλασσόμενοι με την οθωμανική διοίκηση αλλά και τις ξένες δυνάμεις. Η Ψιμούλη επιμένει στην πολυπλοκότητα των σχέσεών τους με τον έξω κόσμο αναδεικνύοντας τον αυτεξούσιο χαρακτήρα που είχαν τα γένη, ο οποίος οδηγούσε, ανάλογα με τον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων, σε ευκαιριακές συμμαχίες και διαπραγματεύσεις, εξασφαλίζοντας την κυριαρχία στην κοινότητα και την τοπική ηγεμονία τους.
Η επεξεργασία όλων αυτών των στοιχείων προσφέρει το μίτο για τη συνέχεια στο δεύτερο μέρος του βιβλίου: η άνοδος και η ισχυροποίηση του Αλή Πασά, οι πολυετείς συγκρούσεις, η πτώση του Σουλίου, η απομάκρυνση των κατοίκων και η εγκατάστασή τους στα Επτάνησα. Μακριά από στερεότυπες διηγήσεις και ρομαντικές ερμηνείες, και με τη χρήση τεκμηρίων από το αρχείο του Αλή Πασά, η Ψιμούλη προσφέρει νέα στοιχεία και γεγονότα, ενώ επιχειρεί την ανάλυσή τους μέσα στο πλαίσιο της σουλιώτικης κοινωνίας. Οπως επισημαίνει και αποδεικνύει η ιστορικός, η πτώση του Σουλίου υπήρξε αποτέλεσμα μιας νέας ισχυρής διακυβέρνησης (της διακυβέρνησης του Αλή Πασά, η οποία δεν ανεχόταν αυτόνομες τοπικές εξουσίες) και κυρίως των εσωτερικών αδυναμιών μιας κοινωνίας, η οποία, λόγω της οργάνωσής της, δεν μπόρεσε να λειτουργήσει συσπειρωμένα τις κρίσιμες στιγμές. Η ισχυρότατη αυτονομία που είχαν τα σουλιώτικα γένη και οι μεταξύ τους ανταγωνισμοί επέτρεψαν στο χρηματισμό και την υπόσχεση θέσεων -αγαπημένα μέσα του αντιπάλου τους- να βρουν πρόσφορο έδαφος στην προεπαναστική αυτή κοινότητα πολεμιστών. Μετά την πτώση, η εγκατάσταση των Σουλιωτών στα Επτάνησα, οι περιπλανήσεις τους και η επιστροφή τους, την ώρα της επανάστασης του 1821, αποτελούν το αντικείμενο του τελευταίου κεφαλαίου αυτής της υποδειγματικής μελέτης. Μένει εκτός της χρονικής πραγμάτευσης του βιβλίου η ένταξη των Σουλιωτών στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, η ενσωμάτωση τους στον εθνικό κορμό. Αναφέρομαι στην πραγματική και όχι στη συμβολική, στην ιστοριογραφική τους ενσωμάτωση, με την οποία η Ψιμούλη ασχολείται σε όλο το έργο. Τον ογκώδη τόμο συμπληρώνουν φωτογραφίες της περιοχής και παραρτήματα με χρονολόγια, χρήσιμους πίνακες, χάρτες, καθώς και ανέκδοτα σουλιώτικα έγγραφα.
Το βιβλίο της Βάσως Ψιμούλη βασίζεται σε ένα ευρύτατο τεκμηριωτικό υλικό, το οποίο η συγγραφέας εξετάζει συστηματικά, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις και συχνά τις σκόπιμες αποσιωπήσεις ή και διαστρεβλώσεις. Η ιστορικός συνδιαλέγεται με τις πηγές της και με τις μετέπειτα αναγνώσεις τους από τους ιστορικούς, ξαναδιαβάζει τα ελάχιστα γραπτά τεκμήρια μιας κοινωνικής ζωής βασισμένης στην προφορικότητα. Χρησιμοποιεί ανέκδοτο, έως σήμερα, υλικό, φωτίζοντας αποκαλυπτικά όψεις της ζωής στο Σούλι. Η υποδειγματικότητα της συγκεκριμένης μελέτης δεν συνίσταται μόνο στον τεράστιο ερευνητικό μόχθο, την αξιοποίηση των πηγών και τη χρήση της βιβλιογραφίας. Εγκειται, κυρίως, στον τρόπο που η Ψιμούλη επικοινωνεί με άλλες κοινωνικές επιστήμες, χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία και τα πορίσματά τους στην οικοδόμηση της αφήγησης και του ελέγχου των υποθέσεων εργασίας της. Στο κείμενό της η ιστορική οπτική αντιπαρατίθεται ή συμπληρώνεται από αντίστοιχες προσεγγίσεις της γεωγραφίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της λαογραφίας. Ιδιαίτερα το πρώτο μέρος αποτελεί ένα από τα πλέον ευτυχισμένα παραδείγματα σύνδεσης ιστορίας- γεωγραφίας, στην πρόσφατη ελληνική βιβλιογραφία. Η περιγραφή και η ανάλυση της τοπογραφίας της περιοχής γίνεται ο μίτος μέσα από τον οποίον ξετυλίγεται το κουβάρι της ιστορίας των Σουλιωτών, αποτελώντας το απαραίτητο φόντο για την περαιτέρω ζωγραφική σύνθεση. Τα λαογραφικά στοιχεία, όπως διασώζονται έως και σήμερα, και οι παρατηρήσεις των κοινωνικών ανθρωπολόγων για αντίστοιχους πληθυσμούς ενσωματώνονται στην αφήγηση και εμπλουτίζουν την αποδεικτική διαδικασία.
Το «Σούλι και Σουλιώτες», όπως κάθε καλό βιβλίο, διαβάζεται με πολλαπλούς τρόπους: ως άρτια ιστορική μελέτη, ως ιστοριογραφικό δοκίμιο για τη σπουδή του Σουλίου, ως -ιδιαίτερα το δεύτερο μέρος- μυθιστορηματική αφήγηση, ως ελεγεία, εντέλει, για τη δημιουργία και την καταστροφή μιας κλειστής κοινότητας ανθρώπων. Σε όλες τις περιπτώσεις η συγγραφέας έρχεται να φωτίσει με το δικό της ιστορικό τρόπο αυτό το παράδοξο που εύστοχα είχε επισημάνει ένας λησμονημένος συνάδελφος της, ο Γιάννης Μπενέκος, και μας το είχε θυμίσει ο Σπύρος Ασδραχάς γράφοντας για την πρώτη έκδοση του βιβλίου: «Ηρθαν Αρβανίτες, έζησαν Σουλιώτες, πέθαναν Ελληνες».
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
ΒΛΕΠΕ:Σούλι καί Σουλιώτες