Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Μπίρη (1960), από το 1350 μ.Χ. έως το 1418 μ.Χ., 81.200 Αρβανίτες, μισθοφόροι στρατιώτες και οι οικογένειές τους, εγκαταστάθηκαν σε ελληνικές περιοχές, μετά από προσκλήσεις Βυζαντινών αυτοκρατόρων και δεσποτών (Δυναστεία των Παλαιολόγων), Καταλανών και Βενετών. Η ιστορία των αρβανιτών ή αλβανιτών ξεκινά από τις Ελληνικές περιφέρειες της Αλβανιτίας του 13ου αιώνα. Όταν δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου στις αρχές του 13ου αιώνα, οι Αλβανοί μισθοφόροι στρατιώτες πολεμούσαν με το μέρος της Ηπείρου εναντίον των Σλάβων και των Βενετών. Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που προσέφεραν οι Αλβανοί κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων η αλβανική αριστοκρατία πήρε σημαντικούς αυλικούς τίτλους και προνόμια.
Οι Αλβανοί αριστοκράτες, τοποθετούνταν επικεφαλής πολλών περιοχών, διαβρώνοντας έτσι, σταδιακά, το παλιό βυζαντινό διοικητικό σύστημα. Από παραδοσιακοί πατριαρχικοί αρχηγοί μεταλλάσσονταν σε άρχοντες. Το καινούργιο καθεστώς που επέβαλλαν οι άρχοντες αυτοί στη γη που διοικούσαν, αποστερούσε την περιουσία από τους κατοίκους που συχνά έχαναν ακόμα και αυτήν την ελευθερία τους.
Προσπαθώντας να ξεφύγουν από την δυσμενή αυτή θέση, οι γηγενείς πληθυσμοί (Αρβανίτες) υποχρεώθηκαν να ασπαστούν τον νομαδικό βίο. Η διαρκής μετανάστευση αποτελούσε μοναδική διαφυγή από τις δυσβάσταχτες νέες συνθήκες που οι Αλβανοί άρχοντες επέβαλλαν στις περιοχές της δικαιοδοσίας τους. Πέρα όμως από αυτές τις οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που τάραξαν σε βάθος την κοινωνία τους, μία ακόμη αιτία εκπατρισμού αποτελούσε πλέον και η οθωμανική εισβολή.
Οι πηγές αναφέρουν ότι η διά θαλάσσης μετανάστευση άρχισε δειλά γύρω στο 1280, ενώ οι χερσαίες μεταναστεύσεις πρέπει να τοποθετηθούν στα τέλη του 13ου αι. αφού υπάρχουν αναφορές για παρουσία Αρβανιτών στη Θεσσαλία γύρω στα 1315. Οι αρβανίτικες μεταναστεύσεις σταμάτησαν γύρω στο 1600 μ.Χ.
Οι Αρβανίτικες φατρίες ήταν και έμειναν πιστές στην Ελληνική Ορθοδοξία. Αντιθέτως οι Αλβανοί αριστοκράτες μετέβαλλαν ιδεολογία επιλέγοντας μεταξύ του Ισλάμ και του Ρωμαιοκαθολισμού, ανάλογα πάντα με τα δικά τους συμφέροντα, τα οποία άπτονταν κυρίως της διατήρησης της οικονομικής τους ευρωστίας και της κοινωνικής τους θέσης.
Η Θεσσαλία υπήρξε η πρώτη ελληνική επαρχία που δέχτηκε τις αρβανίτικες μεταναστεύσεις. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο ιστορικός Χαλκοκονδύλης, μετά την Θεσσαλία οι Αρβανίτες μετακινήθηκαν στο εσωτερικό της Μακεδονίας και έφθασαν ως την Καστοριά.
Οι Αρβανίτες εγκαταστάθηκαν στην Πελοπόννησο, αρχικά σε μικρούς αριθμούς, μετά από την πρόσκληση του δεσπότη Μανουήλ Κατακουζηνού (1348 – 1380). Αργότερα, ο δεσπότης Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος (1383 – 1407) προσκάλεσε άλλους 10.000 Αρβανίτες. Οι Αρβανίτες υπηρετούσαν στον Βυζαντινό στρατό και η Δυναστεία των Παλαιολόγων τους χρησιμοποίησε συχνά σε πολλές στρατιωτικές εκστρατείες. Γύρω στο 1454, ο τοπικός Αρβανίτης ηγέτης Πέτρος Βουάς είχε περίπου 30.000 Αρβανίτες υπό τις διαταγές του.
Οι Βενετοί μίσθωσαν πρώτοι πολυάριθμους Αρβανίτες για να υπηρετήσουν στον ενετικό στρατό στο ελληνικό σώμα των Stradioti. Με βάση τους απολογισμούς του Γάλλου Philippe de Commines (1447 – 1511), οι Αρβανίτες επιτήρησαν τις ενετικές περιοχές όπως το Ναύπλιο ως πεζοί και έφιπποι στρατιώτες. Οι ίδιοι οι Αρβανίτες αυτοχαρακτηριζόντουσαν πάντοτε ως Έλληνες.
Αργότερα, οι Αρβανίτες υπηρέτησαν στον στρατό του Ερρίκου Η’ της Αγγλίας και της Ιρλανδίας (1491-1547 // βασίλευσε 1509-1547).
Αρβανίτες κατείχαν, συχνά, θέσεις σε ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες στις παροικίες της Δύσης. Το 1697, οι Αρβανίτες Μιχαήλ Μπούας και Αλέξανδρος Μοσχολέων καταχωρήθηκαν ως υπάλληλοι της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας στη Νάπολη και φυσικά ως Έλληνες.
Οι Αρβανίτες πρωτοαναφέρονται – σαν Αρβανίτες από το Άρβανον – στο βιβλίο της Άννας Κομνηνής, “Αλεξιάδα”. Το βιβλίο ασχολείται με τις ταραχές στην περιοχή του Αρβάνου που προκάλεσαν οι Νορμανδοί εισβολείς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της, Αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081 – 1118). Στην «Ιστορία» (1079 – 1080 μ.Χ.), ο Βυζαντινός χρονογράφος Μιχαήλ Ατταλιάτης ήταν ο πρώτος που ανέφερε τους Αλβανούς ως έχοντες λάβει μέρος σε εξέγερση εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 1043 μ.Χ. και τους Αρβανίτες ως υποτελείς του Δούκα του Δυρραχίου.
Οι Έλληνες Αρβανίτες δεν εδέχθησαν την επιρροή της οθωμανικής κυριαρχίας στους λαούς της περιοχής στα ζητήματα της θρησκείας ή των φυλετικών επιμιξιών και κυρίως στο θέμα της πολιτισμικής ιδιοσυστασίας. Η Αρβανίτικη γλώσσα είναι η γλώσσα που μιλιόταν στην περιοχή της Ιλλυρίας πριν την Οθωμανική κατάκτηση γι’ αυτό και διαφέρει από τα αλβανικά σε σημαντικό βαθμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σημερινοί Αλβανοί χαρακτηρίζουν την αρβανίτικη γλώσσα ως αρχαία αλβανικά. Από μελέτες που έχουν γίνει καταδεικνύεται πως τα «ελληνικά αρβανίτικα» περιέχουν πλήθος ομηρικών λέξεων η δε δομή της γλώσσας είναι λιτή και “βαριά”. Είναι πολύ πιθανόν να πρόκειται για μία δωρική γλώσσα αρχαϊκού τύπου. Η δε κουλτούρα των Αρβανιτών περιέχει μία καθαρά δωρική ιδιοσυστασία.
Βιβλιογραφία
“Αρβανίτες, οι Δωριείς του νεότερου Ελληνισμού, η ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών“, Κώστας Μπίρης, 1η έκδοση, 1960.
“Οι Αρβανίτες και το αρβανίτικο τραγούδι στην Ελλάδα“, Γιάννης Γκίκας.
“Αρβανίτες και η καταγωγή των Ελλήνων“, Αριστείδης Κόλλιας, 1983.
“Οι Έλληνες Αρβανίτες“, Μαρία Μιχαήλ-Δέδε, 1997
“Ανθολογία Αρβανίτικων τραγουδιών της Ελλάδας“, Θανάσης Μωραΐτης, 2002,
Οι Αλβανοί στην Ελλάδα (13ος -15ος αι.), Ίδρυμα Γουλανδρή, 1991.
Ιστορία των Βαλκανικών Λαών, Παπαδήμας, 1995.
Ο Κώνσταντίνος Μπίρης ήταν λαογράφος και αρχιτέκτονας. Το βιβλίο του «Αρβανίτες, οι Δωριείς του σύγχρονου Ελληνισμού, ιστορία των Ελλήνων Αρβανιτών» (1960) αποτελεί μια σχολαστική μελέτη για τους Αρβανίτες και είναι το έργο στο οποίο αναφέρονται πιο συχνά οι άλλοι επιστήμονες που μελέτησαν τους Αρβανίτες.