Τάκης Μίχας
***
Η Ελλάδα και το Κόσοβο
Είναι γεγονός ότι η θέση της Ελλάδας στο θέμα της ανεξαρτησίας του Κοσόβου είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Διότι το θέμα εδώ δεν είναι απλά ένα ακαδημαϊκό ερώτημα σχετικά με τα υπέρ ή κατά της μίας ή της άλλης λύσης (αντικειμενικά υπάρχουν εξίσου καλά επιχειρήματα τόσο υπέρ όσο και εναντίον της ανεξαρτησίας). Το πρόβλημα είναι ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει το ηθικό κύρος να έχει οποιαδήποτε άποψη για το θέμα. Διότι όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις τη δεκατία του '90 ταυτίστηκαν με την καταστροφική πολιτική Μιλόσεβιτς τόσο στην ευρύτερη πρώην Γιουγκοσλαβία όσο και ιδιαίτερα στο Κόσοβο.
Στην περίπτωση του Κοσόβου το ελληνικό κράτος ευθύς εξαρχής έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει τη Σερβία του Μιλόσεβιτς να πνίξει κάθε κίνηση ανεξαρτησίας των Κοσοβάρων. Μία από τις πλέον ενδεικτικές περιπτώσεις είναι η περίπτωση Ασανιν. Τον Ιούλιο του 1995 η αστυνομία συνέλαβε στη Ρόδο τον Σέρβο Ντάρκο Ασανιν. Οι ελληνικές αρχές είχαν ενεργοποιηθεί ύστερα από σήμα της Ιντερπόλ που ζητούσε την άμεση σύλληψη του Σέρβου. Ο Ασανιν ήταν ύποπτος για την δολοφονία ενός Αλβανού Κοσοβάρου ακτιβιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων τον Φεβρουάριο του 1990 στις Βρυξέλλες. Οπως αργότερα αποκαλύφθηκε, ο συλληφθείς δούλευε για λογαριασμό της μυστικής αστυνομίας του Μιλόσεβιτς στον τομέα της εκτέλεσης Αλβανών Κοσοβάρων που συμμετείχαν σε αντισερβικές δραστηριότητες.
Στις 17 Οκτωβρίου η βελγική κυβέρνηση ζήτησε επίσημα την έκδοσή του. Τον Δεκέμβριο ο Αρειος Πάγος αποφάσισε υπέρ της έκδοσης του Ασανιν στο Βέλγιο. Ομως αυτό δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ. Η «εκσυγχρονιστική» κυβέρνηση Σημίτη, που μόλις είχε αναλάβει της εξουσία, με μια απίστευτη νομική ακροβασία πέτυχε να τον βοηθήσει να διαφύγει στο Βελιγράδι. «Πετύχαμε ένα πραγματικό θαύμα» δήλωνε τότε ο συνήγορος του Ασανιν (και του καταζητούμενου ως εγκληματία πολέμου Ράτκο Μλάντιτς) δικηγόρος Αλέξανδρος Λυκουρέζος. Από την πλευρά τους οι Βέλγοι διπλωμάτες δεν έκρυβαν την οργή τους. Ο Βέλγος πρεσβευτής στην Αθήνα, με τον οποίο είχαμε συζητήσει, αδυνατούσε να πιστέψει ότι η «ιδιαίτερη σχέση» Ελλάδας και Σερβίας έφτανε στο σημείο όπου μία χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα βοηθούσε κάποιους γκάνγκστερ να αποφύγουν τη διεθνή δικαιοσύνη. «Η βελγική κυβέρνηση», δήλωνε, «αισθάνεται βαθύτατα απογοητευμένη από την εξαπάτηση που υπέστη από την ελληνική κυβέρνηση».
Η περίπτωση Ασανιν πιθανότατα εντάσσεται σ' ένα γενικότερο πλαίσιο συνεργασίας των ελληνικών με τις σερβικές μυστικές υπηρεσίες με στόχο την εξουδετέρωση κινημάτων ανεξαρτησίας στο Κόσοβο. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται οι γνωστοί Βρετανοί αναλυτές Τζέιμς Πέτιφερ και Μόνικα Βίκερς στο βιβλίο τους «The Albanian Question», που εκδόθηκε πρόσφατα.
«Οι ελληνικές και οι σερβικές υπηρεσίες», γράφουν, «θεωρούσαν τον πρωτοεμφανιζόμενο UCK ως ένα νόμιμο στόχο για τις δραστηριότητές τους. Ομάδες εκτελεστών άρχισαν να δραστηριοποιούνται στα Τίρανα και αλλού (σ.σ. το 1998). Καθώς οι κοινωνικές συνθήκες στην Αλβανία βελτιώνονταν σταδιακά, ένας καθοδηγούμενος βρώμικος μυστικός πόλεμος εναντίον των Αλβανών Κοσοβάρων άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Ο πόλεμος αυτός θα διαρκούσε πέρα από την επέμβαση του ΝΑΤΟ το 1999 και θα είχε αποτέλεσμα γνωστοί πατριώτες, όπως ο Ιλίρ Κονουβέτσι, να χάσουν τη ζωή τους το 1998».
Εκείνη την περίοδο πρωθυπουργός στα Τίρανα ήταν ο σοσιαλιστής Φάτος Νάνο, που -σύμφωνα με τους συγγραφείς- ελεγχόταν απόλυτα από την Αθήνα: «Η ελληνική πρεσβεία», υποστηρίζουν, «διατηρούσε τον ασφυκτικό έλεγχο της αλβανικής εξωτερικής πολιτικής την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1998».
Η Αθηνα πίεζε έντονα τον Νάνο να διακόψει κάθε σχέση με τον UCK και να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τη Σερβία. Οι πιέσεις έφεραν καρπούς όταν οΝάνο, αγνοώντας της αντιδράσεις της κοινής γνώμης της χώρας του, δέχτηκε να συναντηθεί με τον Μιλόσεβιτς στην Κρήτη το 1997: «Η Ελλάδα άρχισε να ασκεί πίεση στον Νάνο να αρχίσει συνομιλίες με τους Σέρβους. Ο Νάνο ... άδραξε το δηλητηριώδες δισκοπότηρο που του έστειλε η Αθηνα και ήπιε βαθιά από αυτό, καθώς μάλιστα ήταν γεμάτο από το αγαπημένο του ουίσκι Τσίβας Ρίγκαλ».
Επίσης, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς, η Αθήνα πίεζε τον Νάνο να απολύσει από την κυβέρνηση κάθε υπουργό που έτρεφε συμπάθεια για τονUCK. «Τις τελευταίες ημέρες του Απριλίου (1998), καθώς οι συγκρούσεις άρχισαν να εντείνονται στο βορειοδυτικό Κόσοβο, η ελληνική πρεσβεία στα Τίρανα άρχισε να ασκεί τεράστια πίεση στον Νάνο να απολύσει τον υπουργό Πολιτισμού Αρτα Ντάντε και τον υπουργό Αμυνας Σαμπίτ Μπροκάι. Και οι δύο ήταν εθνικιστές και αρνούνταν να δεχτούν τις οδηγίες της ελληνικής πρεσβείας για το θέμα του Κοσόβου. Ο Νάνο συμφώνησε, όμως ο πρόεδρος Ρεχάπ Μεϊντάνι αρνήθηκε να υπογράψει την εντολή απόλυσης των δύο υπουργών».
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει καμία αντίδραση από ελληνικής πλευράς στις εμπρηστικές καταγγελίες των Βρετανών αναλυτών. Αυτό είναι ιδιαίτερα αξιοπερίεργο αν ληφθεί υπόψη ότι, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, ο Πέτιφερ υπήρξε μυστικοσύμβουλος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών την περίοδο 1996-1999 και κατά συνέπεια είχε μία «εκ των έσω» εικόνα των τεκταινόμενων. (Αργότερα, ο Βρετανός αναλυτής έγινε σύμβουλος του Κοσοβάρου ηγέτη του UCK, Χασίμ Θάτσι, και θερμός υπέρμαχος των Τσάμηδων.)