Bαθιά διχόνοια ταλανίζει την ελληνική μειονότητα
Θλιβερές σκηνές κατά την υποδοχή του Προέδρου στη ΔερβιτσάνηΤου απεσταλμένου μας στο Αργυρόκαστρο Σταύρου Τζίμα
Τη στιγμή που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κωστής Στεφανόπουλος ανέβαινε στο βήμα για να μιλήσει στους εκατοντάδες συγκεντρωμένους στην πλατεία Δερβιτσάνης Eλληνες ομογενείς, πίσω από την εξέδρα επικρατούσε ένταση. Στελέχη της μειονότητας διαγκωνίζονταν μπροστά στα μάτια των μελών της επίσημης ελληνικής αντιπροσωπείας και του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, με δυναμικό τρόπο, για το ποιος θα ανέβει στην εξέδρα για να προσφωνήσει τον κ. Στεφανόπουλο, αν θα ήταν δηλαδή ο εκπρόσωπος του Κόμματος Eνωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μέσω του οποίου επισήμως δραστηριοποιείται κοινοβουλευτικά η μειονότητα, ή ο Eλληνας τοπικός έπαρχος που εκλέγεται με την υποστήριξη του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Η σύρραξη αποφεύχθηκε με την παρέμβαση Eλληνα διπλωμάτη που ακούστηκε να λέει σε αυστηρούς τόνους «ε, όχι παιδιά κι εδώ, ας σεβαστούμε τουλάχιστον τον Πρόεδρο», και τελικά βρέθηκε η σολομώντεια λύση να καλωσορίσει τον υψηλό επισκέπτη ο έπαρχος κ. Παύλος Τόλης και να του εκθέσει δημοσίως τα αιτήματα της ομογένειας ο πρόεδρος της «Ομόνοιας» κ. Γιάννης Γιάννης. Δεν ήταν από τις ευτυχέστερες στιγμές της περιοδείας του Προέδρου της Δημοκρατίας στα χωριά της ελληνικής μειονότητας και η σκηνή γέμισε με πίκρα τόσο τον ίδιο όσο και τη συνοδεία του, αφού έγιναν αυτόπτες μάρτυρες της διχόνοιας που ταλανίζει την κοινωνία της ομογένειας και η οποία αποδυναμώνει την υπέρ των δικαιωμάτων της παρεμβατική δύναμη προς τα αλβανικά κέντρα εξουσίας.
Nα είστε μονοιασμένοι
Ο κ. Στεφανόπουλος προέβαλε στα Τίρανα με τον πλέον αποφασιστικό τρόπο τα δίκαια της ελληνικής μειονότητας, αλλά κατεβαίνοντας στο νότο τη βρήκε διχασμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις με στελέχη της, αλλά και δημοσίως στη Δρόβιανη, το χωριό της γιαγιάς του, απηύθυνε παροτρύνσεις να τιμήσουν το όνομα της οργάνωσής τους, της Ομόνοιας, να είναι δηλαδή μονοιασμένοι τουλάχιστον όταν διεκδικούν την επίλυση των προβλημάτων τους.
Η πληγή είναι παλιά και εξακολουθεί να χαίνει. Στους κόλπους της συγκρούονται διαφορετικές αντιλήψεις για την πολιτική της έκφραση και δράση, για το αν δηλαδή πρέπει να συσπειρωθούν και να προβάλουν τις διεκδικήσεις τους μέσα από τους δικούς τους φορείς, που είναι η Ομόνοια και το Κόμμα Ενωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ), ή να ενταχθούν στα παραδοσιακά μεγάλα αλβανικά κόμματα όπως έχουν πράξει ήδη κάποιοι Eλληνες που είναι βουλευτές, υπουργοί και δημοτικοί άρχοντες. Σε τελευταία ανάλυση δεν έχουν αποφασίσει εάν θέλουν να ζήσουν σε μια δημοκρατική Αλβανία με πλήρως κατοχυρωμένα τα δικαιώματά τους ή θα παραμείνουν δέσμιοι αλυτρωτικών προσδοκιών μιας άλλης εποχής, την οποία με τον δικό του τρόπο ζήτησε να ξεχάσουν και ο κ. Στεφανόπουλος.
Δεν θα ήταν κατ’ ανάγκην κακό εάν οι προβληματισμοί αυτοί αναπτύσσονταν στο επίπεδο ενός εσωτερικού δημοκρατικού διαλόγου και δεν διαπλέκονταν με έριδες, οικονομικά συμφέροντα, προσωπικές στρατηγικές και υπέρμετρες φιλοδοξίες, στοιχεία που δημιουργούν συνθήκες διχασμού και αποσύνθεσης του ελληνικού στοιχείου.
«Aντίπαλα» καφενεία
Δεν είναι ψέματα ότι στα χωριά της μειονότητας στον κάμπο της Δρόπολης και του Βούρκου, υπάρχουν τα καφενεία των ΚΕΑΔιστών και αυτά των «σοσιαλιστών», στα οποία δεν σερβίρεται καφές στον «αντίπαλο». Ούτε απέχει από την αλήθεια ότι η πολιτική πίεση των εκπροσώπων της μειονότητας προς την αλβανική ηγεσία για θέματα που την αφορούν άμεσα είναι αμελητέα, γιατί ακριβώς δεν ομονοούν.
Οι τρεις βουλευτές του ΚΕΑΔ, για παράδειγμα, δεν κατέστη δυνατόν να συμφωνήσουν σε κοινή στάση όταν στο αλβανικό Kοινοβούλιο συζητήθηκε το νομοσχέδιο για την επιστροφή των περιουσιών, ζήτημα που αποτελεί διεκδίκηση υψηλής προτεραιότητας για τη μειονότητα, ενώ οι δύο εξ αυτών απειλούν να αποχωρήσουν -εάν δεν το έχουν κάνει ήδη- και να συνταχθούν με τον Σαλί Μπερίσα την ώρα που το κόμμα τους συμμετέχει στην κυβέρνηση Νάνο. Οι Eλληνες βουλευτές, με όποιο κόμμα κι αν εξελέγησαν δεν μπόρεσαν να οικοδομήσουν καμία συμφωνία πάνω σε θέματα που αφορούν άμεσα τη μειονότητα, η οποία δεν διέρχεται τις καλύτερες, ούτε όμως και τις δυσκολότερες ημέρες.
Oι ομογενείς επιστρέφουν
Στα περισσότερα χωριά η ζωή έχει επανακάμψει. Σε αυτούς που δεν έφυγαν ποτέ, προστέθηκαν και εκείνοι που επέστρεψαν για να ανοίξουν και πάλι τα σπίτια τους, για να συγκροτήσουν ένα σύνολο περίπου τριάντα χιλιάδων ψυχών, μολονότι ακριβής υπολογισμός δεν μπορεί να υπάρξει, αφού με τη χορήγηση κάρτας ομογένειας πολλοί πηγαινοέρχονται.
Οι συνθήκες σε υποδομές έχουν βελτιωθεί αισθητά, η άμεση κρατική τρομοκρατία έχει εκλείψει, νέοι ομογενείς εργάζονται σε επιχειρήσεις στο Αργυρόκαστρο, στη Δρόπολη και στους Αγίους Σαράντα, άλλοι ασχολούνται με τις γεωργικές καλλιέργειες και την κτηνοτροφία, όπου μάλιστα αρκετοί εξ αυτών προτιμούν να χρησιμοποιούν… Aλβανούς εργάτες, οι άνω των 65 χρόνων παίρνουν από την Ελλάδα σύνταξη της τάξης των 200 ευρώ, όλοι τους μπαινοβγαίνουν άνετα στην Ελλάδα, αλλά το ζητούμενο είναι η προοπτική.
Και η προοπτική περνάει πρωτίστως μέσα από την αποκατάσταση αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των Eλλήνων του νότου και της αλβανικής πολιτικής ηγεσίας στα Τίρανα.
Οι μειονοτικοί δεν εμπιστεύονται τις κυβερνήσεις των Τιράνων -είναι χαρακτηριστικό ότι στη συγκέντρωση της Δερβιτσάνης, όταν ο κ. Στεφανόπουλος αναφέρθηκε στις υποσχέσεις που του έδωσαν οι κ. Νάνο και Μοϊσίου, από το πλήθος ακούστηκαν φωνές «είναι ψεύτες»- και για τους Aλβανούς, στην πλειοψηφία τους, η μειονότητα είναι ο «δούρειος ίππος» της Ελλάδας για τον διαμελισμό της χώρας τους. Oσο στις ελληνοαλβανικές σχέσεις κυριαρχούν τα στερεότυπα, η καχυποψία και οι προκαταλήψεις, η ομογένεια θα παραμένει σε μειονεκτική θέση και η αρμονική συμβίωσή της με τους Αλβανούς προβληματική.
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_politics_1_24/10/2004_121128
kathimerini.gr | Bαθιά διχόνοια ταλανίζει την ελληνική μειονότητα