Η ζωή είναι κύκλος και η πραγματικότητα έχει πάντα περισσότερες από μία όψεις. Αυτό το κλισέ αποκτά ιδιαίτερο νόημα στην περίπτωση των αλβανών καλλιτεχνών που έφθασαν στην Ελλάδα και διέπρεψαν, εμπλουτίζοντας ταυτόχρονα τη χώρα που τους υποδέχθηκε μάλλον με δισταγμό και επιφύλαξη. Στον χορό, στη μουσική, στην υποκριτική, στη σκηνοθεσία και στη φωτογραφία επέδειξαν απαράμιλλη δεξιοτεχνία ξεπερνώντας πολλές φορές τους έλληνες ομοτέχνους τους. Αν λοιπόν η πιο πολυπληθής και τόσο συγγενική μας μειονότητα είναι συχνά παραγκωνισμένη, αυτή τη φορά βγαίνει ασπροπρόσωπη.
Οπως μας είπε και ένας από αυτούς, «οι καλλιτέχνες δεν γνωρίζουν σύνορα»... Υπάρχει ένας μύθος, ότι ο πρώτος χορευτής του μπαλέτου της Λυρικής Σκηνής, ο Αλβανός Ντανίλο Ζέκα , έφτασε στην Ελλάδα ξυπόλυτος με τα πόδια. Ο θρύλος απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αλλά δεν είναι τυχαίο ότι δημιουργήθηκε: Απορρέει αφενός από την καταγωγή του και αφετέρου από την ελλειμματική χορευτική παιδεία στην Ελλάδα.
Οι θετικές συνέπειες αυτού του φαινομένου πολλαπλασιάζονται αφού σχεδόν οι μισοί από τους άνδρες χορευτές που απαρτίζουν το corps de ballet της Λυρικής κατάγονται από την Αλβανία.
Ο Ντανίλο ήρθε στην Ελλάδα το 1997, όταν « η Αλβανία κατέρρεε με τις “πυραμίδες”,όλοι έχαναν τα λεφτά τους και ο κόσμος είχε πάρει τα όπλα ». Κατέφθασε όμως μέσω επίσημης οδού προσκεκλημένος σε παράσταση σύγχρονου χορού με την ομάδα του γνωστού χορογράφου Χάρη Μανταφούνη. « Ημουν τυχερός.Είχα μόλις τελειώσει το σχολείο και βρισκόμουν στην Ελβετία όπου διδασκόμουν τη σύγχρονη τεχνική. Η συμφωνία ήταν να μείνω για τρεις μήνες,αλλά δεν ξαναγύρισα πίσω. Σε μαθαίνει ο κόσμος,το ένα φέρνει το άλλο ».
Ο Ντανίλο είναι γιος γνωστού δεξιού πολιτικού της Αλβανίας (« αν καιδεν ήταν ποτέ με τον Μπερίσα »), η μητέρα του υπήρξε δασκάλα πιάνου και ο αδελφός του ζει και εργάζεται σήμερα στην Αμερική. Προικισμένος με όλα τα αγαθά. Στη Λυρική Σκηνή έγινε δεκτός το 1997 έπειτα από οντισιόν. Πήρε το σκήπτρο του πρώτου σολίστ το 2001, αν και τον είχαν εμπιστευτεί σε ρόλους σολίστ σε πολλές παραστάσεις πριν από αυτό. «Παρ΄ ότι ή μουν σε καλό επίπεδο όταν ήρθα από την Αλβανία, έπρεπε να δουλέψω σκληρά και κυρίως να ωριμάσω ώστε να ωριμάσει και η εκφραστική μου.Τότε φτάνεις σε καλύτερο επίπεδο.
Δεν αρκεί ποτέ μόνο το ταλέντο.Πρέπει να είσαι συνεργάσιμος με όλους,πολλά πράγματα παίζουν ρόλο.Με πολλή θέληση και ιδρώτα,μπορείς να καταφέρεις πολλά πράγματα.Θέλω να προχωρήσω κι άλλο.Ο χορός είναι η ζωή μου,συνεργάζομαι και με ομάδες σύγχρονου χορού ». Αυτή την περίοδο ο Ντανίλο ετοιμάζεται να εμφανιστεί στην «Ηλέκτρα», μια σύγχρονη παράσταση χοροθεάτρου της γνωστής χορογράφου Σοφίας Σπυράτου (28 και 29/3).
Πρόκειται λοιπόν για έναν Αλβανό, που ξεπέρασε σε επιδόσεις τους Ελληνες, σε έναν πολύ απαιτητικό χώρο. Σε αντιδιαστολή με τη φήμη που αμαυρώνει τους συμπατριώτες του στην Ελλάδα, αυτός θα μπορούσε να ξιπάζεται, αλλά δεν διακρίνεις ίχνος υπεροψίας στο πρόσωπό του. « Είμαι 11 χρόνια εδώ και σκέφτομαι πλέον σαν Ελληνας,τουλάχιστον ξέρω πώς λειτουργούν τα πράγματα.Η γενικότερη κοινωνία έχει φτιάξει πολύ,δεν είναι όπως ήταν στα πρώτα μου χρόνια.Χωρίς να θέλω να κατηγοριοποιήσω τους ανθρώπους,τον ρατσισμό τον ένιωθες περισσότερο στους απλούς ανθρώπους,στους ταξιτζήδες,στους αστυνομικούς.
Οι ταξιτζήδες ρωτούσαν “από πού είστε” και η αντίδρασή τους ήταν πάντα “υπάρχουν ωραία παιδιά στην Αλβανία;”.Οταν τους λέγαμε ότι χορεύουμε στη Λυρική,οι περισσότεροι απαντούσαν “τι είναι αυτό”,άλλοι πάλι μας έλεγαν “μπράβο” ». Στην κλειστή ελίτ των χορευτών όμως δεν γίνονται διακρίσεις φυλετικού τύπου. « Εμείς οι καλλιτέχνες δεν έχουμε σύνορα και αυτό ισχύει σε όλες τις χώρες.Αυτό το ξέρουν και έλληνες χορευτές που υπήρξαν μετανάστες.O φθόνος περιορίζεται σε καλλιτεχνικό επίπεδο ».
Η ραχοκοκαλιά του όμως ως χορευτή ήταν ήδη πολύ γερή: είχε χτιστεί στην Ακαδημία Χορού των Τιράνων. « Λόγω κομμουνισμού,ο χορός ακολουθούσε το ρωσικό σύστημα και η διδασκαλία ήταν πολύ υψηλού επιπέδου.Εκαναν αίτηση 100 αγόρια και έπαιρναν τους τρεις.Είχαμε μεγάλους δασκάλους, σπουδασμένους στη Μόσχα και σε όλο τον κόσμο.Ηταν ένα όνειρο να σε κάνουν δεκτό.Ο χορευτής στην Αλβανία θεωρείται το ίδιο σημαντικός με τον ηθοποιό,τον μουσικό... Περπατούσαμε στους δρόμους και μας ζητούσαν αυτόγραφο.Σε όλες τις ανατολικές χώρες είναι έτσι » θυμάται σήμερα ο Ντανίλο.
Ως γνωστόν, όλο το ανατολικό μπλοκ, εμποτισμένο από το σοβιετικό σύστημα, χρησιμοποίησε τις τέχνες για λόγους προπαγανδιστικούς και ωφελιμιστικούς αλλά αυτή η σχέση κράτους και τεχνών πολλές φορές οδήγησε σε αξιοθαύμαστα αποτελέσματα και σε καινοτομίες (βλέπε: τη ρωσική πρωτοπορία στα εικαστικά). Ολόκληρες κοινωνίες γαλουχήθηκαν δίπλα σε καλλιτεχνικά δρώμενα- « οι γονείς μας μάς πήγαιναν συνέχεια στο Θέατρο των Τιράνων».
Η άφιξή τους στην Ελλάδα λοιπόν κάλυψε ένα μεγάλο κενό, την έλλειψη ελλήνων καλών χορευτών: « Επικρατεί η μάλλον εσφαλμένη αντίληψη ότι αν πας τον γιο σου να μάθει χορό,θα γίνει εξορισμού γκέι.Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και αν τον πάει σε μάθημα ποδοσφαίρου ή μποξ,αν είναι να γίνει ομοφυλόφιλος,θα γίνει ανεξάρτητα από αυτό ».
Μιρέλα Ρούτση, μουσικός
«Το βιολοντσέλο μπήκε στη ζωή μου από πολύ νωρίς, από τα έξι μου χρόνια. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου στο Μουσικό Λύκειο, έγινα δεκτή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αλβανίας, από όπου αποφοίτησα με άριστα. Μπορεί να υπερισχύει η άποψη ότι όταν πηγαίνεις κάπου ως μετανάστης οι λόγοι που σε παρακινούν είναι οικονομικοί, εγώ όμως ήρθα στη χώρα σας το 1997 για προσωπικούς λόγους. Στην Αλβανία δούλευα σε ωδείο ως καθηγήτρια βιολοντσέλου. Προτού έλθω στην Ελλάδα είχα ήδη φίλους μουσικούς που είχαν γίνει αποδεκτοί σε ορχήστρες της χώρας σας, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου.
Ηρθα με αυτοπεποίθηση ότι θα τα κατάφερνα, δεν υπήρχε περίπτωση να συμβιβαστώ με κάποιο επάγγελμα που θα ήταν άσχετο με τη μουσική. Υστερα από οκτώ μήνες αναζήτησης έγινα δεκτή στην Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, στην οποία βρίσκομαι πλέον εδώ και μία δεκαετία ως πρώτο τσέλο. Ευτυχώς για μένα, ο ρατσισμός βρίσκεται έξω από τον χώρο της δουλειάς μου, μια και έχω να κάνω καθημερινά με ανθρώπους καλλιεργημένους. Η απίστευτη γραφειοκρατία όμως έρχεται να σου θυμίσει ότι είσαι “ξένος”. Στις συμβάσεις εργασίας κρίνεται πάντα ποιος είναι Ελληνας και ποιος Αλβανός.
Στη συγκεκριμένη ορχήστρα παίζουν έξι Αλβανοί, περισσότεροι από 15 Βορειοηπειρώτες, έχουμε κορυφαίες θέσεις, και όμως δεν πληρωνόμαστε το ίδιο με τους έλληνες συναδέλφους μας λόγω υπηκοότητας. Καθώς λοιπόν δεν μπορούμε να ζήσουμε αποκλειστικά από τα χρήματα της ορχήστρας, αναγκαζόμαστε να κάνουμε και άλλες συνεργασίες, προκειμένου να επιβιώσουμε. Χωρίς να φταίει ούτε ο δήμαρχος ούτε ο διευθυντής της ορχήστρας, που βάζουν τα δυνατά τους, είμαι τρεις μήνες απλήρωτη μολονότι είμαι παντρεμένη με Ελληνα και υποτίθεται ότι έπρεπε να είχα κάποιες διευκολύνσεις με το μέρος μου. Ισως λοιπόν να φταίει το σύστημα, όπως συνηθίζετε να λέτε στην Ελλάδα».
Ενρι Τσανάϊ, φωτογράφος «Ηρθα στην Ελλάδα το 1991, σε ηλικία 11 ετών. Σπούδασα φωτογραφία και δούλεψα επί δύο χρόνια σε περιοδικά μόδας. Το 2007 έγινα δεκτός στο σεμινάριο “City Streets” που διοργάνωσε το Βρετανικό Συμβούλιο με τη σφραγίδα του Νίκου Οικονομόπουλου. Το project ήταν να φωτογραφίσουμε μετανάστες και, μια και ήμουν ο ίδιος μετανάστης, είχε διπλό ενδιαφέρον για μένα να βρίσκομαι ξαφνικά πίσω από τον φακό, να είμαι ο παρατηρητής και όχι ο παρατηρούμενος. Από τη συγκεκριμένη δουλειά προέκυψε μια ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχα.
Σήμερα δουλεύω για τα περιοδικά “Ταχυδρόμος” και “ΒΗΜΑgazinο” και στον ελεύθερο χρόνο μου επιστρέφω στα πάτρια εδάφη και φωτογραφίζω. Το θέμα του ρατσισμού δεν με αγγίζει όπως με άγγιζε τα πρώτα χρόνια που είχα έρθει. Μεγαλώνοντας αποκτάς αντισώματα. Αν το καλοσκεφτούμε, έχοντας ζήσει 18 ολόκληρα χρόνια στην Ελλάδα, τα ουσιαστικότερα βιώματά μου είναι εδώ. Το πιο αστείο που μου συνέβη πρόσφατα είναι όταν πήγα στην Αλβανία με έλληνα φίλο μου και όταν μίλησα σε μια πωλήτρια εκείνη μου είπε: “Μωρέ, μπράβο! Πολύ ωραία τα έχεις μάθει τα αλβανικά!”. Τελικά, στην Αλβανία νιώθω τουρίστας και στην Ελλάδα... αλβανός τουρίστας!».
«Για έναν άνθρωπο που έρχεται στην Ελλάδα και προσπαθεί να μπει στο θέατρο είναι πολύ δύσκολο. Εμένα με βοήθησε το γεγονός ότι σπούδασα στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Συνάντησα από το πρώτο έτος τον Θόδωρο Τερζόπουλο και δούλεψα μαζί του για τρία χρόνια παράλληλα με τις σπουδές μου. Από εκεί με είδαν και άλλοι σκηνοθέτες όπως ο Δημήτρης Μαυρίκιος, η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Αντώνης Αντύπας, η Ρούλα Πατεράκη. Στάθηκα τυχερός γιατί με επέλεξε αυτός ο άνθρωπος, ουσιαστικά από την αρχή βρήκα δουλειά, μόλις 20 ετών. Γνωρίζω όμως και άλλους ανθρώπους, ηθοποιούς από την Αλβανία οι οποίοι είτε δεν κατάφεραν να βρουν δουλειά στο θέατρο είτε δεν τα κατάφεραν οικονομικά. Οι δυσκολίες στη γλώσσα δεν τους βοήθησαν να αφομοιωθούν.
Στο θέατρο λόγω καταγωγής από το ανατολικό μπλοκ τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα. Δεν υπήρχε ο ρατσισμός που υπήρχε στον δρόμο, ήταν ένας άλλος κόσμος. Φυσικά, υπήρξαν στιγμές που βίωσα τον ρατσισμό. Κάποιοι φίλοι μου ηθοποιοί μου μετέφεραν πως συνάδελφοι ηθοποιοί τους έλεγαν: “Ποιος είναι αυτός από την Αλβανία που παίρνει πρώτους ρόλους;”. Φυσικά, αυτά δεν ειπώθηκαν ποτέ ενώπιόν μου, μόνο πίσω από την πλάτη μου. Στην αρχή υπήρχε μια παγωμάρα αλλά αυτό το θεωρώ λογικό. Το ξένο ξενίζει και είναι απολύτως φυσικό και κατανοητό. Ακόμη και στο Εθνικό Θέατρο της Αλβανίας όταν έρχονται ηθοποιοί Αλβανοί από το Κόσσοβο υπάρχει μια δυσκολία.
Τώρα πλέον τα πράγματα είναι πολύ καλά για μένα και νιώθω τυχερός που είμαι στην Ελλάδα.
Υπάρχουν συμμαθητές μου που πήγαν στο Λονδίνο και στην Ισπανία και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν. Στην Ελλάδα μας έχουν αγκαλιάσει ακόμη και όταν δεν το αξίζαμε. Κάποιοι σκηνοθέτες μάλλον λόγω αριστερής καταβολής είπαν “θα πάρω το παιδί από την Αλβανία” και δεν πήραν κάποιον Ελληνα που ενδεχομένως να ήταν και καλύτερος από μένα. Είναι εκπληκτικό μάλιστα το γεγονός ότι εκπροσώπησα την Ελλάδα και βραβεύτηκα. Δεν με αγκάλιασαν απλά στην Ελλάδα, με χάιδεψαν».