Κάθε μορφής εξουσία είτε από συνήθεια, είτε από προδιάθεση ρέπει προς τη διαφθορά. Ακόμα και η Εκκλησιαστική εξουσία δεν εξαιρείται του κανόνος. Το πάθος του ανθρώπου για πρωτεία, δύναμη και πλούτο και ο ανταγωνισμός για τα αξιώματα, άρχισαν πολύ νωρίς στην Εκκλησία. Η εξαγορά επισκοπικών θέσεων – σιμωνία – και η διεκδίκηση των πρωτείων για το προβάδισμα κυρίως στην Καθολική Εκκλησία με μέσα αθέμιτα που υπενόμευαν και γελοιοποιούσαν τη διδασκαλία του Χριστού, το κήρυγμα της εγκράτειας, της λιτότητας, της ευσπλαχνίας και της αγάπης «Δωρεάν ελάβατε, δωρεάν δότε», είναι το διαχρονικό στίγμα της Εκκλησιαστικής διαφθοράς. «Μη κτήσησθε χρυσόν, μηδέ άργυρον μηδέ χαλκόν εις τα ζώνας υμών, μη εις οδόν, μηδέ δύο χιτώνας, μηδέ υποδήματα, μηδέ ράβδον». (Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον).
Η Σιμωνία[1] - εξαγορά θέσεων – στο Χριστιανικό Ιερατείο, στους ανωτέρου βαθμού ιερείς, εμφανίστηκε από τα πρώτα βήματα των Αποστόλων, λίγα χρόνια μετά τον σταυρικό θάνατο του Ιησού Χριστού ιδρυτή της Χριστιανικής Θρησκείας! Αυτή η «ασεβής και βδελυρά»[2]συνήθεια, όπως αποκάλεσε τη Σιμωνία το 459 μ.Χ. 0 Πατριάρχης Γεννάδιος Α΄, η λεγόμενη «χριστεμπορία»[3], η «γάγγραινα» της Εκκλησίας θα παρακολουθεί τον ανώτερο κλήρο επί δύο χιλιετίες.
Ο παράφορος πόθος για την εξουσία, η έντονη επιθυμία για απόκτηση δύναμης και δόξας, η απληστία, η λύσσα για επίδειξη, η ιδιοτέλεια, η εξαχρείωση που διαβρώνουν το ιερατείο και πολλούς από τους λειτουργούς τους Υψίστου από τους πρώτους κι’όλας χριστιανικούς αιώνες επισημαίνονται και στηλιτεύονται από Συνόδους και χρηστούς και ενάρετους ιεράρχες. Ο Ζ΄ κανόνας της Συνόδου της Σαρδικής, το 343, καταδικάζει τους επισκόπους που περιφέρονται με αυτοκρατορική συνοδεία[4] και ορίζει ότι πρέπει να σταματήσουν οι πιέσεις και οι διαγκωνισμοί για μετακίνηση από τις μικρές μητροπόλεις στις μεγάλες και πλούσιες και καυτηριάζει την αχαλίνωτη χρυσολατρία και φιλαργυρία. Ο σωζόμενος καταγγέλλει τους εξοντωτικούς ανταγωνισμούς ομάδων επισκόπων για υφαρπαγή προνομίων. Αναφέρεται μάλιστα και στη δράση ευνοιοκρατικών κυκλωμάτων στην Κωνσταντινούπολη διαμέσου προστατευομένων της αυτοκράτειρας και των ευνούχων της[5].
Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Κύριλλος (Δ΄ αιώνας), εκτοπισμένος εξαιτίας των δογματικών διαφορών του με τον Νεστόριο και αποφασισμένος να ξαναγυρίσει στον θρόνο, κλέβει από το Εκκλησιαστικό θησαυροφυλάκιο μισόν τόνο χρυσάφι και πλήθος πολύτιμα αντικείμενα αμύθητης αξίας και εξαγοράζει την πολιτική εξουσία. Ανάμεσα στα βαρύτιμα δώρα ήταν τάπητες, παραπετάσματα, έπιπλα, προσκεφάλαια κ.ά. Όλα τα λύτρα είχαν καταγραφεί λεπτομερώς[6].
Ο Θεοδώρητος καταγγέλλει κληρικό που έγινε Επίσκοπος με δωροδοκία – «χρυσίου την επισκοπήν ως αξίωμα κοσμικόν ωνησάμενος»[7].
Ο βιογράφος του Ιωάννη του Χρυσοστόμου Παλλάδιος, επίσκοπος Βιθυνίας (Δ΄ αιώνας.) γράφει ότι ο Θεόφιλος Επίσκοπος Αλεξανδρείας, έστειλε έμπιστους στην Κωνσταντινούπολη για να αγοράσουν από νεοδιορισμένους αξιωματούχους όλες τις Εκκλησιαστικές θέσεις της Αιγύπτου[8].
Μια σκανδαλώδη περίπτωση διαφθοράς ιεράρχη θα καταγγείλει ο Ευσέβιος το 400 μ.Χ. στην τοπική Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως. Επί Θεοδοσίου, ο Επίσκοπος Αντωνίνος απογύμνωσε τον Ναό για να στολίσει την κατοικία του. Ήταν στοργικός οικογενειάρχης με πολλά παιδιά! Πούλησε όλα τα αργυρά σκεύη, ξήλωσε τα μάρμαρα του Βαπτιστηρίου και τα χρησιμοποίησε για το λουτρό του και απέσπασε τους μικρούς κίονες για διακόσμηση της τραπεζαρίας του. Πούλησε επίσης τις γαίες που είχε δωρήσει ο Ιουλιανός στην Εκκλησία. Και τέλος εμπορευόταν τη χειροτονία νέων ιερέων. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος που είχε επιφορτισθεί με έρευνα στην Έφεσο, ύστερα από καταγγελίες για Σιμωνία, κατέληξε, όπως γράφει ο Παλλάδιος, στον αποσχηματισμό έξι επισκόπων. Όλοι τους είχαν εξαγοράσει τα αξιώματά τους[9].
Η Σιμωνία στα ανώτερα κλιμάκια του κλήρου είχε προσλάβει τέτοιες διαστάσεις στο Βυζάντιο, που ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Α΄ πρότεινε στη Σύνοδο του 459 αυστηρά μέτρα καταστολής. Ζήτησε συγκεκριμένα την επέμβαση του αυτοκράτορα για να αναχαιτισθεί το κύμα διαφθοράς που σκανδάλιζε τους πιστούς και καθιστούσε ανυπόληπτη την Εκκλησιαστική ηγεσία. Δέκα χρόνια αργότερα ο Λέων Α΄ όρισε ότι ο Επίσκοπος πρέπει να είναι λαοπρόβλητος και η εκλογή του να γίνεται φανερά και ελεύθερα. Η ιεροσύνη δεν αγοράζεται και το αξίωμα αποκτάται με την αρετή και την αξία. Οι Σιμωνιακοί Επίσκοποι και εκείνοι που χρηματίζονται για να ψηφίσουν θα αποσχηματίζονται και θα καταδικάζονται στην ποινή της ατιμίας.
Ωστόσο, παρά τους φραγμούς της Βυζαντινής νομοθεσίας, η φαυλότητα στη χειροτονία των κληρικών θα συνεχισθεί ακάθεκτη. Η διεφθαρμένη αυτοκρατορική εξουσία αποτελούσε το πρότυπο για τους εκτραχηλισμούς των αξιωματούχων της Εκκλησίας. Επί Ιουστινιανού απαγορεύτηκε και πάλι το εμπόριο των χειροτονιών, η πλέον προσφιλής μέθοδος πλουτισμού των ανωτάτων κληρικών, και ορίστηκε ότι όσοι αποκτούσαν την ιεροσύνη με ευνοιοκρατικές παρεμβάσεις ή εξαγορά θα αποσχηματίζονταν, και εκείνοι που είχαν χρηματισθεί θα κατέθεταν τα αργύρια στο εκκλησιαστικό ταμείο[10]. Και πάλι όμως τίποτα δεν άλλαξε. Η «χριστεμπορία» εξακολουθούσε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία προκαλώντας ηθική αποσύνθεση. Το 565 Νεαρά του Ιουστινιανού υποχρεώνει τους κληρικούς να υπογράψουν υπεύθυνη δήλωση ότι κατά τη χειροτονία τους δεν δωροδόκησαν ούτε μεσάζοντες, ούτε ιεράρχες, ούτε ψηφοφόρους[11]. Όλα για το θεαθήναι.
Η διαφθορά κορυφώθηκε στους αιώνες της τουρκοκρατίας. Οι τέσσερες πρώτοι Πατριάρχες μετά την Άλωση τίμησαν το αξίωμά τους. ύστερα άρχισε η συναλλαγή με το σεράϊ και ο εκπλειστηριασμός του θρόνου. Το εξαχρειωμένο οθωμανικό κράτος εκμεταλλεύεται τους ανταγωνισμούς των υποψηφίων και τους υποκινεί – για να πλουτίζει τους αξιωματούχους του. «Οι περί τον Πατριάρχην αρχιερείς», γράφει ο Αθ. Κομνηνός – Υψηλάντης, «ουδέν άλλο εσυλλογίζοντο ή το φατριάζειν και αλλαξοπατριαρχεύειν»[12].
Την εξαχρείωση της εκκλησιαστικής εξουσίας, - αλληλοσπαραγμός των μνηστήρων του θρόνου, μηχανορραφίες, επονείδιστες συναλλαγές με τους Οθωμανούς – στην επαναστατική 50ετία καταγράφει με οργή ο ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας». Χαρακτηρίζει «μιαράν» την Ιερά Σύνοδο και κατηγορεί τα μέλη της ότι κατακλέβουν «τους ταλαιπώρους χριστιανούς», ότι διάγουν αναίσχυντο βίο και ότι αποτελούν «μίαν μάνδραν λύκων» που κατατρώγουν «τα αθώα πρόβατα της Ορθοδόξου Εκκλησίας»[13]. Η ηθική, πνευματική και κοινωνική παρακμή, ο ξεπεσμός του Ιερατείου στο αποκορύφωμα. Στηλιτεύει τους επισκόπους για τον σαρδαναπαλικό τους βίο. «Τρώγωσι και πίνωσι ως χοίροι. Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας την νύκτα και δύο ώρας μετά το μεσημέρι, λειτουργούσι δύο φοράς τον χρόνον και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα και ουτιδανά έργα οπού τινάς ημπορεί να στοχασθή. Και ούτως εις τον βόρβορον της αμαρτίας και εις την ιδίαν ακρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα και οι αναστεναγμοί του λαού είναι προς αυτούς τόσοι ζέφυρες»[14].
Και για τις περιοδείες στην επικράτειά τους. «Αυτός ο αναίσχυντος και βάρβαρος και αμαθέστατος άνθρωπος, αφού τρώγει δι’ όσας ημέρας μένει εις το χωρίον από την πτωχήν κοινότητα, αφού αρπάζει όσα περισσότερα δυνηθή, τότε αφορίζει ένα-δύο και άλλους τόσους κάμνει παπάδες και έπειτα φεύγει»[15].
Καταγγέλλει επίσης τους κληρικούς και μοναχούς για την εξαπάτηση των ανυποψίαστων χριστιανών με τα ψευδολείψανα αγίων: πρόκειται για την πιο αισχρή και ενσυνείδητη παραποίηση της αλήθειας που στηρίζεται στην πίστη και την ευπιστία των χριστιανών, που αποβλέπει σε οικονομικό και μόνον οφέλη, στον πλουτισμό των εμπόρων του Χριστιανισμού.«Αυτοί έχουσιν έν κιβωτίδιον γεμάτον από ανθρώπινα κόκκαλα και κρανία ακέραια τα οποία ασημώνουσι και έπειτα ονοματίζουσιν άλλα μεν του Αγίου Χαραλάμπους και άλλα του Αγίου Γρηγορίου – εν ενί λόγω δεν αφήνουν Άγιον χωρίς να έχουν μέρος από τα κόκκαλά του»[16]. Και τέλος κατηγορεί την εκκλησιαστική εξουσία ότι από αρχομανία και απληστία έγινε τουρκόφρων. Εσείς φωνάζετε με άκραν ησυχίαν και λέγετε «αγαπητοί, ο Θεός μας έδωσε την οθωμανικήν τυραννίαν δια να μας τιμωρήση δια τα αμαρτήματά μας και παιδεύοντάς μας εις την παρούσαν ζωήν να μας ελευθερώση μετά θάνατον από την αιώνιαν κόλασιν»…Δεν βλέπετε οπού με αυτήν την κακήν σας και άτοπον παρηγορίαν υποχρεώνετε τους Έλληνας, αντί να μισήσουν την τυραννίαν και να προσπαθήσουν να ελευθερωθούν, εξεναντίας να την αγαπώσι και μάλιστα να νομίζονται ευτυχείς, πιστεύοντες από απλότητά των ότι παιδεύονται εις την παρούσαν ζωήν δια να αποκτήσουν τον παράδεισον;»[17].
Στα χρόνια του Αγώνα οι κυριότεροι παράγοντες της εκκλησιαστικής εξουσίας – σε αντίθεση με τον κατώτερο κλήρο και τους μοναχούς που θυσιάστηκαν για την εθνική υπόθεση – προσχωρούν σε φατρίες και πρωτοστατούν στους πολιτικούς ανταγωνισμούς. Πολλοί τάχθηκαν αναφανδόν – ακολουθώντας την πατριαρχική παράδοση – υπέρ του μοναρχικού καθεστώτος και μάλιστα με ξένο βασιλιά. Ο Μητροπολίτης Άρτας Πορφύριος διάβασε συγχωρητική ευχή στους τάφους των δολοφόνων του Καποδίστρια[18]. «Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδος πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς», γράφει ο Μακρυγιάννης [19].
Η χριστεμπορία θα ευδοκιμήσει και μετά την απελευθέρωση. Η διαφθορά της πολιτικής εξουσίας ευνοεί και τις άνομες συναλλαγές των εκκλησιαστικών αρχόντων και κυρίως τη σιμωνία[20]. Γράφει ο σύγχρονος Θ. Ρηγόπουλος: «Όλοι σχεδόν οι κατά πρώτον το 1852 χειροτονηθέντες αρχιερείς και οι μετέπειτα εις τας χηρευούσας επισκοπάς χειροτονούμενοι, δια τοιούτων μέσων εχειροτονούντο, δωροδοκούντες τους υπουργούς και τους παρά τη Αυλή ισχυρούς, ώστε η σιμωνία είχε καταντήσει θεσμός, την οποίαν και οι επίσκοποι αυτοί εξήσκουν αναφανδόν εις τας επαρχίας των κατά την χειροτονίαν των ιερέων προς εκκλησιαστικόν σκάνδαλον και περιφρόνησιν της θρησκείας»[21].
Πολιτικό σεισμό προκάλεσε το σκάνδαλο σιμωνίας που ήρθε στο φώς το 1875, τα περίφημα «Επισκοπικά». Ο γαμπρός του πρωθυπουργού Βούλγαρη Βασ. Νικολόπουλος, υπουργός Δικαιοσύνης και ο Δημ. Βαλασόπουλος υπουργός Εκκλησιαστικών δωροδοκήθηκαν για τη χειροτονία μερικών «πολυτάλαντων και χρυσομάλλων» κληρικών, ευνοουμένων της εξουσίας. Σάλος στον Τύπο. «Αι κενωθείσαι θέσεις αρχιερέων εξετέθησαν εις πλειοδοσίαν». Οι εφημερίδες αποκαλούσαν τους δύο υπουργούς ανοιχτά λωποδύτες. «Ημείς το λέγομεν καθαρά, δεν εμπιστευόμεθα εις τον κ. Νικολόπουλον ούτε το ωρολόγιόν μας». Το όνομα του πρωθυπουργικού γαμπρού είχε γίνει συνώνυμο του «πορτοφολά», του απατεώνα[22].
Ένας πολίτης που είχε το όνομα του διεφθαρμένου υπουργού υπέβαλε την αίτηση στο υπουργείο Εσωτερικών αλλαγής του ονόματός του. Ντρεπόταν να λέγεται Βασ. Νικολόπουλος[23].
Φρικαλέο περιστατικό διαφθοράς της εκκλησιαστικής εξουσίας η ιεροεξεταστική συμπεριφορά της απέναντι στον κληρικό Θεόφιλο Καΐρη, σοφό διδάσκαλο του γένους και μεγάλον αναγεννητή. Ο αγωνιστής Καΐρης που κατηγορήθηκε για αιρετικές παρεκκλίσεις αντιμετώπισε άγριο διωγμό από τους κορυφαίους του ιερατείου – αλλά και της πολιτικής εξουσίας που δεν ανεχόταν ελευθερόφρονες ιερωμένους – και εξοντώθηκε πεθαίνοντας μαρτυρικά στις φυλακές. Το 1839 συλλαμβάνεται στην Άνδρο – αποστέλλεται ειδικά πολεμικό υπό τον Κανάρη – μεταφέρεται στην Αθήνα, καθαιρείται, αναθεματίζεται, εγκλείεται σε διάφορες μονές όπου βασανίζεται από φανατικούς μοναχούς και πεθαίνει κάτω από συνθήκες αποτρόπαιες το 1852 σε ένα υγρό και δυσώδες κελλί των φυλακών Σύρου. Ενταφιάζεται μυστικά αλλά την επομένη η αστυνομία ξεθάβει το πτώμα του και το παραδίδει στην πυρά – θαυμαστή σύμπνοια και συνεργασία πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας[24].
Ένας δεσπότης, καταδικάζοντας τον διαφωτιστικό ρόλο του Καΐρη, έλεγε: «Τι τα θέλουν τα πολλά γράμματα οι Έλληνες; Προς τι το πανεπιστήμιον, τα γυμνάσια και άλλα; Ο Έλλην αρκεί να μάθη να αναγιγνώσκη και να γράφη και ιδού η μόνη χρεία την οποίαν έχει – τα πολλά γράμματα αθεΐζουν τον άνθρωπον»[25].
Αυτή η ζοφερή προϊστορία εξηγεί γιατί η «κρίση ηγεσίας» στην ελληνική Εκκλησία και τα φαινόμενα διαφθοράς διαιωνίζονται. Δεν έλειψαν ποτέ οι αρχομανείς και οι κερδαλεόφρονες. Άγριοι ανταγωνισμοί για το «μεταθετόν», ατέλειωτες διαμάχες ανάμεσα στους εκκλησιαστικούς άρχοντες και τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις και αδελφότητες[26].
Αλλά οι χειρότερες αιτιάσεις για διαφθορά της εκκλησιαστικής εξουσίας αφορούν την ανάδειξη ιεραρχών. Το 1965 έξι «ορθόδοξα χριστιανικά σωματεία» κατήγγειλαν ανοιχτά επαίσχυντες συναλλαγές, σαρδαναπαλικό βίο ιεραρχών, «σατανικές κινήσεις» των υποψηφίων που αγωνίζονται «να αναρριχηθούν ως αίλουροι» στο κορυφαίο εκκλησιαστικό αξίωμα, «ασυνειδησία» παραγόντων της Εκκλησίας και χειροτονία «ανικάνων και φαύλων υποκειμένων» [27].
Τα φαινόμενα διαφθοράς στους κόλπους της εξουσίας ευνοούν οι εχθρότητες μεταξύ αρχιερέων, τα μίση και πάθη που συχνά έρχονται εκρηκτικά στη δημοσιότητα με φρικώδεις λιβέλλους. Το 1975 μητροπολίτης απαντά σε υβριστή του μητροπολίτη με επίσημη δήλωσή του προς την Ιεραρχία. Ιδού ένα απόσπασμα. «Τοιαύτην μυσαράν και κακούργον ψυχήν σπανίως συναντά τις, ακόμη και εις τας τάξεις των αξέστων καραγωγέων, των λούστρων και των χαμάληδων της Ισταμπούλ. Μόνον ελεεινοί και χυδαίοι υπάνθρωποι, προερχόμενοι όχι από σπίτια, αλλ’ από «αχούρια», από τρώγλες συνοικισμών υπαναπτύκτων χωρών της πρωτογόνου Ανατολής, μόνον πνευματικώς υπανάπτυκτοι, απολίτιστοι και βάρβαροι, άνθρωποι με καρδίαν τίγρεως και αντιλόπης και ψυχήν κοπρώδη, βουτηγμένην εις την λάσπην της προστυχιάς και τον δυσώδη βόρβορο της αισχράς εμπαθείας, μόνον από υποκείμενον εις τας αρτηρίας και τας φλέβας του οποίου ρέει όχι καθαρόν αίμα, αλλά βρώμικον πύον, μόνον από αισχράν, ρυπαράν και κολασμένην ψυχήν, θ’ ανέμενε τις μίαν τοιαύτην συμπεριφοράν, αναξίαν όχι Επισκόπου και ανθρώπου πεπολιτισμένου, αλλ’ ανθρωποφάγου και εξ ολοκλήρου διεφθαρμένην ψυχήν και καρδίαν έχοντος…»[28].
Η εκκλησιαστική ηγεσία ήταν, από τους αιώνες του Βυζαντίου, εξαρτημένη από την αυτοκρατορική Αρχή. Απολάμβανε το ιερατείο τα προνόμιά του και ανταπέδιδε την εύνοια δοξολογώντας τους ένοικους του «ιερού παλατίου». Η εξάρτηση θα συνεχισθεί και μετά την Άλωση, αυτή τη φορά από τα σουλτανικά σεράγια.
Εξαρτημένο και σήμερα το Πατριαρχείο από την τουρκική εξουσία. Οι υποψήφιοι παρακαθήμενοι πρέπει να έχουν γεννηθεί στην Τουρκία και να είναι Τούρκοι υπήκοοι. Και οι τοπικές Αρχές μπορούν να εξαιρέσουν από τον κατάλογο των υποψηφίων τους ανεπιθύμητους. Το Πατριαρχείο λειτουργεί «υπό την προστασία του Συντάγματος και των νόμων της τουρκικής δημοκρατίας»[29]και ανήκει στη δικαιοδοσία του Νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως! Είναι επιτηρούμενο ίδρυμα και διατελεί υπό την απειλή επεμβάσεων και σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας.
Τι θα γίνει όταν η παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην Πόλη που διαρκώς συρρικνώνεται καταντήσει συμβολική; Ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα επιλέγεται ανάμεσα σε μερικές ίσως εκατοντάδες ορθόδοξους τουρκικής ιθαγένειας;
Το Πατριαρχείο παραμένει βουβό και ανίσχυρο σε εποχή τρομακτικών αλλαγών, ανακατατάξεων και κινδύνων – και μάλιστα στον δικό του πνευματικό χώρο. Και το χειρότερο: αποδυναμώνεται και φθίνει, τη στιγμή ακριβώς που ο πάπας, συνεταίρος των δυνάμεων του χρήματος και προπομπός της «νέας τάξης», πολιτικής και οικονομικής[30], αλωνίζει την υδρόγειο και διακηρύσσει με ιταμότητα ότι «πρέπει ν’ αρχίσει ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης», δηλαδή ο εκκαθολικισμός της ηπείρου, τη στιγμή που εγκαινιάζει εκστρατεία – μια νέα μορφή Σταυροφοριών – προς την Ανατολή διαμέσου της Πολωνίας – θρησκευτικής αποικίας του Βατικανού – και της ουκρανικής Ουνίας, τη στιγμή που επιχειρεί προσηλυτιστικές εξορμήσεις στην Αμερική και την Αφρική. Σ’ αυτήν ακριβώς την κρίσιμη ιστορική καμπή το Πατριαρχείο, η κεφαλή της Ορθοδοξίας, υπό την σκιά της τουρκικής εξουσίας, με Πατριάρχη μια εξέχουσα προσωπικότητα με αξία και διεθνές κύρος δεν μπορεί να ασκήσει και την οικουμενική πνευματική αποστολή του. Περιορίζεται αναγκαστικά στα αυστηρώς θρησκευτικά μηνύματα – Χριστούγεννα και Πάσχα – με αλληλοδιάδοχη παράθεση χωρίων των Γραφών…
Το πασχαλινό πατριαρχικό μήνυμα του 1991, την ώρα ακριβώς που η ένοπλη επέμβαση των Δυνάμεων αφάνιζε λαούς της Μ. Ανατολής, περιοριζόταν σε μια ουδέτερη, εξωκοσμική και έμφοβη αναφορά στα δεινά του πολέμου, χωρίς κάν υπαινιγμό για τους δολοφόνους των εθνών[31]. Ωσάν η δυσώδης εκείνη εκστρατεία να ήταν θεομηνία και όχι προμελετημένη εν ψυχρώ επιχείρηση για στυγνά οικονομικά συμφέροντα.
Η εκκλησιαστική εξουσία συμπεριφέρεται πάντοτε ως ομογάλακτη της κοσμικής ευλογώντας χωρίς ενδοιασμό και τους λαοπρόβλητους «ταγούς» και τους τύραννους. «Ορκίζει» με συγκαταβατική άνεση πρωθυπουργούς και υπουργούς αλλά και πραξικοπηματίες και δικτάτορες, προσηλωμένη προφανώς στο του αποστόλου Παύλου – άλλων καιρών – θέσφατον «ού γαρ εστίν εξουσία εί μη από Θεού». Και στους ναούς το ιερατείο δέεται υπέρ των εκάστοτε κυβερνώντων, υπέρ της διεφθαρμένης δηλαδή συντεχνίας των πολιτικών, χωρίς καμμιά διάκριση, επιφύλαξη ή ηθικής σημασίας προϋπόθεση. «Μνήσθητι, Κύριε, πάσης αρχής και εξουσίας» [32].
Εξουσιαστική η αξιολόγηση και ιεράρχηση θεσμών και αξιών στα λειτουργικά κείμενα, μίμηση της αλαζονικής υπεροχής των κοσμικών κυριάρχων. Οι ιερείς αναμέλπουν «υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών, του τιμίου πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας, παντός Κλήρου και του Λαού»[33]. Πρώτος στις δεήσεις ο προκαθήμενος και το ιερατείο του και έσχατος ο λαός! «Ειρήνην τω κόσμω σου δώρησαι, ταίς Εκκλησίαις σου, τοίς Ιερεύσι, τοίς Βασιλεύσι ημών, τω Στρατώ και παντί τω Λαώ σου»[34]. Και πάλι ο λαός, το «χριστεπώνυμο πλήρωμα», αναφέρεται τελευταίο. Προηγείται η εξουσία, εκκλησιαστική και πολιτική και η ακολουθία της.
Σε άλλες δεήσεις η θεϊκή ευλογία και προστασία αφορά πρώτα-πρώτα τον μονάρχη και τη βασιλική οικογένεια. Το έθνος έρχεται τελευταίο! «Υπέρ των ευσεβεστάτων και θεοφυλάκτων βασιλέων ημών… του διαδόχου αυτών… πάσης της βασιλικής οικογενείας, του ευσεβούς ημών έθνους…»[35].
Οι αξίες που πρεσβεύει και τιμά η εκκλησιαστική εξουσία δεν συμβιβάζονται διόλου με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Μερικές φορές κορυφαίοι του ιερατείου προσβάλλουν αναιδώς τους πολιτειακούς θεσμούς και προκαλούν το λαϊκό αίσθημα[36]. Στα κρίσιμα επίσης προβλήματα που συνταράσσουν την ελληνική κοινωνία, η εκκλησιαστική ηγεσία παραμένει σιωπηλή, αδιάφορη ή ουδέτερη.
Ανέχεται, ωστόσο, τους πολιτικούς τυχοδιώκτες να καπηλεύονται τις χριστιανικές εορτές με την επιδεικτική και άκρως υποκριτική παρουσία τους μπροστά στους τηλεοπτικούς φακούς. Στην τελετή του Επιταφίου πονηροί κομματικοί τυχοδιώκτες «προσκυνούν» τον Αρχιεπίσκοπο και εκείνος τους χτυπάει θωπευτικά στην πλάτη. Στην τελετή της Ανάστασης συνωστίζεται στην εξέδρα ο εσμός των κομματαρχών υπό το φώς των προβολέων. Ανέχεται επίσης η εκκλησιαστική εξουσία τη βάρβαρη εμφάνιση των κορυφαίων της πολιτικής με κουστωδία στον «οίκον του Θεού» και την υποδοχή τους μετά σαλπίγγων, εμβατηρίων και χαιρετισμών από παρατεταγμένα στρατιωτικά τμήματα. Και πορφυρό θρόνο στο ναό κατά τη δοξολογία για τους «ανώτατους άρχοντες»
Αδελφοποιτές εξουσίες η πολιτική, η εκκλησιαστική και δικαστική, μοιράζονται τους ρόλους και τη λεία – «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Κυνική και ασεβής συμπαιγνία. Οι μεν ποδοπατούν τους δημοκρατικούς θεσμούς με την αλαζονεία τους, οι Δε προσβάλλουν τους πιστούς με την ακηδία τους. Αμφότεροι εξευτελίζουν τον πολίτη και τον πιστό, τη δημοκρατία και τη χριστιανική διδασκαλία.
Στο παρελθόν οι ιδιοτελείς διασυνδέσεις των ηγετικών κλιμακίων της Εκκλησίας με την εξουσία οδηγούσε συχνά σε άνομη, δόλια και αντικοινωνική συνεργασία. Ιεράρχες υπηρετούσαν τα συμφέροντα του συστήματος με πολιτικά κηρύγματα και κομματισμούς. Ήταν μια εκχώρηση αρμοδιοτήτων «πνευματικής υφής» από τους κυβερνώντες. Πρίν 150 χρόνια, ο πρώτος μέγας φαυλοκράτης Ιω. Κωλέτης ανέθεσε στην Ιερά Σύνοδο να κεραυνοβολεί την αντιπολίτευση[37]. Και ιδού η πρώτη κομματική εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου – νουθεσία προς τους πιστούς: «Οφείλετε να αποφεύγετε ως λοιμόν πάντα τον εναντίον της καθεστώσης τάξεως και ησυχίας λαλούντα ή γράφοντα και ως επίβουλον των κοινών συμφερόντων να θεωρήτε»![38]
Οι Συνοδικοί του Κωλέτη συμπεριφέρονταν όπως ο σημερινός καθολικός κλήρος στη Δύση. Κατά την προεκλογική περίοδο – και όχι μόνο – οι ιερείς εκφωνούν από τον άμβωνα πύρινους λόγους κατά των «εχθρών» της παπικής εξουσίας. Το Βατικανό υπήρξε πάντοτε σύμμαχος, συνεταίρος, και συχνά κηδεμόνας των ηγεμόνων.
ΠΗΓΗ
Βασική και έγκυρη πηγή άντλησης των στοιχείων και των πληροφοριών είναι το μνημειώδες έργο του Κυριάκου Σιμόπουλου «Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ» με τις σχετικές παραπομπές στη βιβλιογραφία.
[1] Στη Σαμάρεια της Ιουδαίας, ένας μάγος, ο Σίμων – από όπου και ο όρος «σιμωνία» – βλέποντας ότι «δια της επιθέσεως των χειρών» των αποστόλων Πέτρου και Ιωάννη επί της κεφαλής των νεοπροσήλυτων χριστιανών «δίδοται το Πνεύμα το Άγιον», προσπάθησε να τους δωροδοκήσει για ν’ αποχτήσει και εκείνος αυτή τη δύναμη – «προσήνεγκεν αυτοίς χρήματα λέγων, δότε καμοί την εξουσίαν ταύτην, ίνα ώ αν επιθώ τας χείρας λαμβάνη Πνεύμα Άγιον» (Πράξεις των Αποστόλων, ή, 18-19).
[2] Όπως αποκάλεσε τη σιμωνία, το 459, ο Πατριάρχης Γεννάδιος Α΄.
[3] Κατά τον Θεολόγο Θεοδώρητο (Ε΄ αι.).
[4] Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας (αρχές Ε΄ αι.) κυκλοφορούσε με σωματοφυλακή εκατοντάδων ενόπλων.
[5] Εκκλησιαστική Ιστορία, 3 (Migne, P.G., τ. 67, 1033, 1160).
[6] E. Schwartz, Acta Conciliorum Oecumenicorum (Berlin – Leipzig 1914-1940, τ. Α΄, 4, 223).
[7] Migne, P.G., 82, 3, 1169. Το «ωνησάμενος» συναντάται συχνά στα εκκλησιαστικά κείμενα. Η δωροδοκία για την απόκτηση αξιώματος στους αιώνες του Βυζαντίου αποτελούσε καθιερωμένη πρακτική της εξουσίας.
[8] Βίος Ιωάννου του Χρυσοστόμου, 48.
[9] Ό.π., κεφ. 15, Migne R.G., 47, 52. Ο Παλλάδιος αφηγείται και τους άθλους ενός διεφθαρμένου επισκόπου. Ήταν κοινωνικό κατακάθι, μέθυσος, γυναικομανής και αναίσχυντος. «Ζούσε, γράφει, εν κραιπάλη και στα φαγοπότια ξεφάντωνε στεφανωμένος με κισσό, σαν τον Βάκχο, με ένα ποτήρι στο χέρι και μια θεατρίνα στον τράχηλο ιππαστί!».
[10] Ιουστ. Κώδιξ Ι, 3, 41. Ως το 537 οι νεοχειροτούμενοι κληρικοί έπρεπε να πληρώσουν στους παλαιούς συναδέλφους τους ένα χρηματικό δώρο, τα λεγόμενα «εμφανιστικά» – πρώτη γεύση της διαφθοράς – όπως και οι νεοδιοριζόμενοι υπάλληλοι στις κρατικές υπηρεσίες (Νεαρά Ι, 241, 2).
[11] Νεαρά 150, 24.
[12] Τα μετά την Άλωσιν, 1453 – 1789, Κωνσταντινούπολις 1870, σ. 19. Αναλυτικότερα βλ. Κυρ. Σιμόπουλου, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Α΄, Β΄, Γ1, Γ2.
[13] Ελληνική Νομαρχία, εκδ. Βαγιονάκη, σ. 115-117.
[14] Ό.π., σ. 132-133.
[15] Ό.π., σ. 134.
[16] Ό.π., σ. 136. Η απάτη των ψευδολειψάνων και ψευδοκειμηλίων, μια άλλη πλευρά της διαφθοράς του ιερατείου, άνθισε από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες στους αγίους Τόπους, στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλα κέντρα της Ορθοδοξίας που συγκέντρωναν μεγάλα πλήθη, πολυτάλαντων συνήθως προσκυνητών, από όλο τον χριστιανικό κόσμο. Πανούργοι ρασοφόροι που καπηλεύονταν την ευλάβεια των πιστών επιδίδονταν στην αναιδέστερη μορφή χριστεμπορίας με αγοραπωλησίες πλαστών αγίων λειψάνων και ιερών κειμηλίων. Μυριάδες ήλους του σταυρού και άκανθες από τον στέφανο του μαρτυρίου, φορτία αμέτρητα «τιμίου ξύλου», τόννους αίματος του Χριστού και δακρύων της Παναγίας, αμέτρητες κάρες του ιδίου αγίου. Στην Κωνσταντινούπολη καλούσαν τους ξένους επισκέπτες να προσκυνήσουν το κλαδί της ελιάς που έφερε στην κιβωτό του Νώε το περιστέρι μετά τον κατακλυσμό, τη σάλπιγγα του Ιησού του Ναυή που γκρέμισε τα τείχη της Ιεριχούς, καλάθια με τους άρτους που ευλόγησε ο Χριστός στον εν Κανά γάμο, το λίκνο του Ιησού, τη ζώνη, το ραβδί και τα εργόχειρα της Παναγίας, τα πριόνια που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του Σταυρού, αλυσίδες και αμπάρες από τη φυλακή του αποστόλου Παύλου, τα φτερά των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, το «ψωμίον» που «ενέβαψεν» ο Χριστός «εις το τρυβλίον» και έδωσε στον Ιούδα, τρίχες από τα γένεια του Χριστού, τη σχάρα όπου ψήθηκε ο Άγιος Λαυρέντιος κ.ά., κ.ά. (Κυρ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Α΄). ψευδολείψανα και ψευδοκειμήλια αλλά και ψευδοθαύματα όπως το «θαύμα» του αγίου Φωτός στο κουβούκλιο του Αγίου Τάφου. Ήταν επινόηση των παπικών (Θ΄ αι.) το χρυσοφόρο θαύμα και αξιοποιήθηκε από τους ορθόδοξους κληρονόμους τον ΙΒ΄ αιώνα για εκμετάλλευση των θεοσεβών. Αμέτρητες οι θεοκαπηλείες στους αιώνες που ακολούθησαν. Η πιο πρόσφατη το 1991, στο Παρίσι. Ένας ελληνορθόδοξος θησαύρισε πουλώντας σε πλούσιους θαυματουργό λάδι που έσταζε…η Παναγία στην παλάμη του την ώρα της προσευχής – ήταν λάδι του εμπορίου κρυμμένο σε πλαστική θήκη. Η απάτη αποκαλύφθηκε και ο θαυματοποιός κατέληξε στη φυλακή. Αλλά ο ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος του Λιβάνου και ο έξαρχος του Πατριάρχη Αντιοχείας είχαν ευλογήσει την απάτη το 1988. Προχώρησαν μάλιστα και στις διαδικασίες για τη νομιμοποίησή της (Le Monde, 17 Αυγ. 1991).
[17] Ό.π., σ. 140 –141. Αναφέρεται στην «Πατρική Διδασκαλία» του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμου που τυπώθηκε περί τα τέλη του ΙΗ΄ αι. στην Κωνσταντινούπολη.
[18] Νικ. Κασομούλης, τ. Α΄, σ. 388 σημ.
[19] Ό.π., τ. Α΄, σ. 75-76.
[20] Ο Τύπος κατηγορεί τον ανώτερο κλήρο για φιλοχρηματία, πλεονεξία και εγκατάλειψη του ποιμνίου. «Οι άγιοί μας, περί γάλακτος μόνον των παχέων αρνίων και του μαλλίου των προβάτων θέλουν να φροντίζουν και όχι περί διατηρήσεως και βελτιώσεως των ποιμνίων των. Πόσα σχολεία είδομεν έως τώρα να συστηθούν, όχι δι’ εξόδων των, διότι οι άγιοί μας δεν αγαπούν να εξοδεύουν, αλλά τουλάχιστον δι’ επιμελείας των;» («Αθηνά», 29 Μαρτίου 1937). Την αγοραπωλησία των μητροπολιτικών εδρών σατιρίζει και ο Γεώργιος Σουρής, το 1882:
Οι μίτρες οι δεσποτικές εβγήκαν στο παζάρι
λοιπόν αμέσως λύσετε, δεσπότες, το κεμέρι
όποιος θα δώση πιο πολλά, εκείνος και θα πάρη
του επισκόπου το ραβδί στο άγιό του χέρι.
Όσον παρά θα δώσετε για το δεσποτιλίκι
ο παντοδύναμος Θεός διπλό θα σας το δώση.
Εκείνο το φαρδύ-φαρδύ δεσποτικό μανίκι
πόσα και πόσα πράματα δεν ημπορεί να χώση.
Για μας οι μίτρες οι βαρειές, για σας τα πετραχήλια
για σας οι πολυέλαιοι και τα χρυσά καντήλια.
Έ! αλά ούνα, αλά τρέ εις την δημοπρασία
για να μη χάσετε και σείς κι’ εμείς κι’ η Εκκλησία.
(Άπαντα, εκδ. «Βίβλος», σ. 153-155).
[21] Απομνημονεύματα από των αρχών της Επαναστάσεως μέχρι του έτους 1881, Αθήναι 1979, σ. 210. Αλλά και πρίν το 1852 ο Τύπος καταγγέλλει χειροτονίες ιερέων με χρηματική αντικαταβολή. Ο επίσκοπος Ύδρας αξίωσε 40 τάληρα από υποψήφιο παπά. Δεν έγινε η χειροτονία και ο άνθρωπος ζήτησε τα τάληρα. Αλλά ο ιεράρχης αρνήθηκε να τα επιστρέψει («Αθηνά», 9 Μαΐου 1837).
[22] Για το «επισκοπικό» σκάνδαλο του 1875 έγραφε ο Ροΐδης: «Γνωστά είναι αποτελέσματα της υπερβολικής δυσωδίας, ήτις πολλάκις προυξένησε τον εξ ασφυξίας θάνατον των εργατών όσοι καθαρίζουσιν αποπάτους. Τοιούτον τι ολίγον έλειψε να πάθη ο νέος υπουργός Παιδείας, όστις ανοίξας απροσέκτως εν κεκλεισμένω δωματίω τα απόκρυφα αρχεία των Επισκοπικών του προκατόχου του ελιποθύμησεν εκ της αποφοράς» (Άπαντα, τ. Β΄, σ. 45). Και προσθέτει: «Η νεοελληνική γλώσσα θέλει τουλάχιστον πλουτισθή δια νέας λέξεως – εις τον μητροπολίτην δηλαδή θέλει προστεθή και ο μιτροπωλητής» (ό.π., σ. 58). Ο Ροΐδης αφιερώνει στον Νικολόπουλο το δηλητηριώδες σχόλιο των Γάλλων για τον Καρδινάλιο Μαζαρίνο (ΙΖ΄ αι.): «Γνωρίζει εικοσιτέσσαρας τρόπους να προμηθεύεται χρήματα εξ ών ο τιμιώτερος είναι η κλοπή» (Ασμοδαίος, 29 Ιουν. 1875).
[23] Έστειλε και τηλεγράφημα σε όλες τις ελληνικές εφημερίδες. «Επέδωκα εις το υπουργείον Εσωτερικών αναφοράν δι’ ής εξαιτούμαι την αλλαγήν του επιθέτου μου από Νικολόπουλος εις Ανάστος διότι το Νικολόπουλος κατέστη εν Ελλάδι βδελυρόν» (Κυρ. Σιμόπουλος, Σαν Σήμερα, 10 Μαΐου 1975, σ. 8). Χειρονομία που υπερβαίνει την προσωπική ευαισθησία. Αποτελεί αυθόρμητη και γενναία αντίδραση του κοινωνικού συνόλου. Η στάση αυτού του πολίτη με το υψηλό φρόνημα και την ηθική ακεραιότητα μπορεί να προκαλεί σήμερα, τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, θυμηδία. Η πράξη, ωστόσο, αυτού του άγνωστου Βας. Νικολόπουλου έπρεπε να μνημονεύεται στα ελληνικά σχολικά βιβλία υποδειγματική στάση υπεύθυνου πολίτη απέναντι στη διαφθορά της εξουσίας. Ήταν άξιος μεγαλύτερης τιμής από εκείνη που απονέμεται εδώ και ενάμισι αιώνα σε «επιφανείς» πολιτικούς αγύρτες.
[24] Το συναξάρι του συνοψίζουν τα δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής. «Κατά διαταγήν έκλεισαν τον Καΐρην εις έν χαμοκέλιον της εν Σκιάθω μονής και απηγόρευσαν σφοδρώς όχι μόνον να τον συναναστρέφεται κανείς, αλλ’ ούτε βιβλίον, ούτε χαρτίον και καλαμάριον να συγχωρηθή να λάβη εις το υγρόν και δυστυχές εκείνο οίκημα. Όλη φαίνεται η κατά της Παιδείας συμμορία ώμωσε τον εξολοθρευμόν του Καΐρη» («Αθηνά», 11 Νοεμ. 1839, σ. 3). «Εκπνέει δέσμιος εις τα υγρά κελλία της Σκιάθου από ψύχος, ξηροφαγίαν κλπ., ψυχορραγεί υπό φρικωδεστάτης καταπιεζόμενος στενοχωρίας και θλίψεως εις Θήραν και εις σιδηρίνους ειρκτάς εναπειλημένος, μεταφέρεται από τον βόρειον εις τον νότιον της Ελλάδος πόλον, δια να μη διαφύγη την θεοστυγή ορμήν και θηριωδίαν των λυσσώντων λύκων» (ό.π., 15 Μαΐου 1840). «Ούτε αυτός ο Γαλιλαίος δεν υπέφερεν από το Ιερόν Δικαστήριον τόσον, όσον σήμερον, περί τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνος, ο δυστυχής Θεόφιλος Καΐρης, τον οποίον, φαίνεται, απεφάσισαν να αποθάνη ασπλάχνως εις την φυλακήν» (ό.π., 23 Νοεμ. 1840).
[25] Ό.π., 28 Οκτ. 1839, σ. 3.
[26] Το 1976 έγινε καταγγελία για δίκτυα «πονηρών» που πλευρίζουν και πείθουν ηλικιωμένα άτομα να διαθέσουν την περιουσία τους σε οργανώσεις ιδιοκτήτριες «οικοδομικών μεγαθηρίων με πολυτελείς αίθουσες και λογιστήρια που θα ζήλευαν τράπεζες». Και οι θιγόμενοι απάντησαν εκτοξεύοντας κατηγορίες εναντίον εκκλησιαστικών παραγόντων για περιφρόνηση των κανόνων και των συνταγματικών επιταγών και διατυπώνοντας αμφιβολίες αν ο Α ή ο Β αξιωματούχος της Εκκλησίας έχει «μαρτυρίαν καλήν έξωθεν» που αξιώνει ο Παύλος (Προς Τιμόθεον, Α, 3, 7).
[27] Ιδού μερικά αποσπάσματα των καταγγελιών: «Ίδετε και κλαύσατε! Ο ένας υποψήφιος εισέρχεται εις πολιτικόν γραφείον, γονατίζει και ασπάζεται την χείρα ισχυρού πολιτικού παράγοντος, υπουργού με κλάκ, και τον εκλιπαρεί να τον βοηθήση προς επιτυχίαν του σκοπού του. Ο δεύτερος, συνδεόμενος με στρατηγόν, έχοντα σχέσεις με επισκόπους και αρχιεπισκόπους, πίπτει και ασπάζεται την χείρα του στρατηγού και παρακαλεί ίνα μεσολαβήση και είπη κάποιον καλόν λόγον προς επιτυχίαν του σκοπού του. Ο τρίτος, γνωρίζει κάποιον ναύαρχον εν ενεργεία ή εν αποστρατεία και τούτον ικετεύει δια να συντελέση εις την επιτυχίαν του σκοπού του. Ο τέταρτος, προσκυνεί εδαφιαίως καθηγητήν Πανεπιστημίου, που φορεί τήβεννον και ως εκ της θέσεώς του έχει συχνάς επαφάς με πρίγκιπας της Εκκλησίας, και τούτον παρακαλεί να επηρεάση τας σκέψεις των εκλεκτόρων δια την επιτυχίαν του σκοπού του. Ο πέμπτος, προσκομίζει πολύτιμα δώρα εις ανεψιόν μητροπολίτου διακρινόμενον δια συλλαγήν αυγών, εριφίων και αρνίων και εί τινος άλλου εκλεκτού φαγωσίμου, και τούτον, τον περιβόητον ανά την επαρχίαν ανεψιόν του δεσπότη, παρακαλεί δια την επιτυχίαν του σκοπού του. Ο έκτος, πίπτει και ασπάζεται την χαριτόβρυτον χείρα αγιωτάτης(!) δεσποινίς, η οποία, ως στενή συγγενής ισχυρού εκκλησιαστικού παράγοντος, έχει το προνόμιον να βλέπη ημέρας και νυκτός το πρόσωπον αυτού, ικανού να συντελέση εις την επιτυχίαν του σκοπού του. Ο έβδομος, τρέχει από φυλακής πρωΐας μέχρι φυλακής νυκτός και επισκέπτεται τα καταλύματα των αγίων αρχιερέων και πίπτει και προσκυνεί και κολακεύει αισχρώς… Τι λέγουν και τί πράττουν οι υποψήφιοι δια ν’ αρέσουν τοίς αρχιερεύσιν, υπερβαίνει πάσαν φαντασίαν. Ξεσκονίζουν τα καλυμμαύχια και τα ράσα των αρχιερέων, γίνονται μεταφορείς τροφίμων, γίνονται μάγειροι, και τραπεζοκόμοι, τρέχουν να παραγγείλουν αυτοί τους καφέδες, θωπεύουν και τα κατοικίδια ζώα των, εγκωμιάζουν όλας τας ιδιοτροπίας των, ως γκαρσόνια τους υπηρετούν εις όλα… Ο όγδοος, κατορθώνει και εισδύει εις τα άδυτα του οικογενειακού περιβάλλοντος των αρχιερέων, και αν εκεί το οξυδερκές βλέμμα του ανακαλύψη την «συνείσακτον», το γύναιον δηλ. εκείνο το οποίον εξασκεί τεραστίαν επιρροήν επί του επισκόπου και άγει και φέρει αυτόν καθώς βούλεται, δεν διστάζει να γονυπετήση ενώπιόν της και με τα θερμότερα λόγια να την παρακαλέση δια την επιτυχίαν του σκοπού του. Τέλος, αφού οι υποψήφιοι κάμψουν την σπονδυλικήν στήλην δεκάκις, εκατοντάκις, μυριάκις, και προσκυνήσουν και τα πλέον ελεεινά υποκείμενα, και διατρέξουν όλα τα στάδια της αναξιοπρεπείας, τότε ευδοκιμεί ν’ ανοίξη η μαγική θύρα, να εμφανισθή ο κοσμοκράτωρ του αιώνος τούτου, και πλήρης μειδιαμάτων να επιθέση επί της κεφαλής του υποψηφίου την σπινθηροβολούσαν μίτραν, ίνα πληρωθή το υπ’ αυτού του Σατανά ρηθέν εν τοίς πειρασμοίς του Κυρίου. «Ταύτα πάντα σοι δώσω, εάν πεσών προσκυνήσης μοι» (Ματθ. 4, 9). Καταγγέλλουν επίσης ασυνειδησία «των περισσοτέρων αρχιερέων, οι οποίοι δεν το έχουν τίποτε να χειροτονούν και τα πλέον ανίκανα και φαύλα υποκείμενα», και αρριβισμό «κενών και μωροφιλοδόξων αρχιμανδριτών, οι οποίοι, προκειμένου ν’ αρπάξουν αυτό το σίδερο που ονομάζεται πατερίτσα, δεν το έχουν τίποτε να πατήσουν επί πτωμάτων» (περ. «Οι Τρείς Ιεράρχαι», αριθ. φ. 1226/65 και «Ενορία», φ. 401/65).
[28] Στις 30 Οκτωβρίου 1991 ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών αποκαλεί επικριτή του «παλιοτενεκέ».
[29] Πατριαρχική δήλωση της 2ας Νοεμβρίου 1991.
[30] Όπως προκύπτει από την παπική εγκύκλιο του «εκατοστού έτους» (centessimus annus).
[31] «Αδελφοί αγαπημένοι και τέκνα εν Κυρίω περιπόθητα. Η ανθρωπότης προ ολίγων μόλις εβδομάδων ανέπνευσεν εκ της συμφοράς του πολέμου, ο οποίος την ηπείλησε με βιβλική καταστροφήν. Τα ερείπια και οι τάφοι από την λαίλαπα αυτήν κείνται ακόμη ενώπιόν μας. Τα θύματα της συμφοράς άφησαν επάνω των πένθος και θλίψιν. Όσοι επλήγησαν αμεσώτερον από την θύελλαν προσπαθούν να επανεύρουν την ελπίδα. Όσοι επέζησαν προσπαθούν να παγιώσουν την ειρήνην και να οικοδομήσουν ένα ασφαλέστερον μέλλον. Όλοι έχομεν σήμερον, μετά την φοβεράν δοκιμασίαν, την ανάγκην του μηνύματος της Αναστάσεως – όλοι έχομεν ανάγκην από πίστιν και ελπίδα. Το εφετινόν Πάσχα είναι πανανθρώπινον εις την σημασίαν του».
[32] Βλ. Ιερατικόν, σ. 137.
[33] Από τη Θεία Λειτουργία του Αγίου Βασιλείου (Ιερατικόν, σ. 118).
[34] Λειτουργία του Αγίου Βασιλείου.
[35] Ιερατικόν, σ. 118. Αλλά και αποκλειστικές δεήσεις για τους βασιλιάδες, τα παλάτια τους και τους στρατούς τους – «υπέρ των ευσεβεστάτων και θεοφυλάκτων βασιλέων υμών (δείνος και δείνος), παντός του παλατίου και του στρατοπέδου αυτών του Κυρίου δεηθώμεν» (Λειτουργία Χρυσοστόμου, ό.π., σ. 74).
[36] Όπως ο Μητροπολίτης που ανέπεμψε δέηση (Ιούλιος 1990) «υπέρ μακροημερεύσεως» του τέως μονάρχη («Τα Νέα», 18 Ιουλ. 1990). Ένας άλλος ιεράρχης, ο Αρχιεπίσκοπος Β. Αμερικής, το Πάσχα του 1991, στον καθεδρικό ναό της Ν. Υόρκης, μιλώντας προς το εκκλησίασμα αποκάλεσε τον παρόντα υιό του Κων. Γλύξμπουργκ «διάδοχο του ελληνικού θρόνου»! («Ποντίκι», 21 Ιουν. 1991).
[37] «Κατέφυγεν εις την προστασίαν της Ιεράς Συνόδου ενδύσας αυτήν με κοσμικήν εξουσίαν» (εφ. «Η Ελπίς», 15 Αυγ. 1845).
[38] Οι επεμβάσεις της εκκλησιαστικής εξουσίας στην πολιτική διαμάχη προκάλεσε εξανάσταση του Τύπου. Μια εφημερίδα καλεί τα μέλη της Συνόδου να εγκαταλείψουν τα αξιώματά τους και να γίνουν κομματικοί παρατρεχάμενοι. «Αποβάλλετε το αγγελικόν σχήμα, δώσατε χείρα προς τον Κωλέτην, τεθείτε εν τω μέσω των περικυκλούντων αυτόν κακούργων και υποστηρίξατε το υπουργείον της κακοηθείας και της διαφθοράς, το οποίον σείς κηρύττετε ότι ανενδότως εργάζεται δια την ευδαιμονίαν του έθνους, δια την υποστήριξιν της θρησκείας και του Συντάγματος» (ό.π., 15 Αυγ. 1845).
http://www.kastorianet.gr/krikis/keim69.htm
http://www.kastorianet.gr/krikis/keim69.htm