Του Τασου Καραντη,περιοδικο «Αρβανον» τευχος 5 1999
Κουλουρη,τελη της δεκαετιας του 1920
Το τελευταιο κυνηγητο μολις τελειωνε,αρχιζε να σουρουπωνει.Τα πιτσιρικια της γειτονιας ξεθεωμενα ξεκουραζαν τα γυμνα ποδαρακια τους που ητανε σκονισμενα απο το χωμα.Ειχαν κυριολεκτικα οργωσει τη ρουγκα.Αποκαμωμενα ψοφαγαν απ'οξω απ'τα πεζουλια.Οι ξυλινες πορτες του απεναντι κτιριου ητανε ακομα κλειστες,ομως απο μεσα ακουγοταν η μουσικη απο το γραμμοφωνο μπερδεμενη με γελια και φωνες.Τα περιεργα ματακια των παιδιων,ακουραστα,γλιστραγαν και κοιταγαν απο τις χαραμαδες.Τα σχολια επεφταν βροχη:
«Να!Να!Τις πιασανε απο την μπιθα!»,«Που!Που!Τους βαλανε το χερι κι απο κατω!»,Κακακα τα γελια.
Οι γκαρσονιερες μολις ειχαν ερθει στο μαγαζι.Ο μαγαζατορας και ενας φιλος του εκαναν τις δοκιμες τους!Σε λιγο οι πορτες θα ανοιγαν και θα περιμεναν τους αντρες.Ποτο και παρεα.Σερβιρισματα,γελια μεθυσια.Πιανανε τον εναν και τον αλλον.Μεθαγανε,γελαγανε,τις πιανανε και τις τραβαγανε απ'εδω κι απ'εκει.Βρωμαγε ο κοσμος κρασι.Γινονταν φασαριες.Σπαγανε ποτηρια,σπαγανε τζαμια,σπαγανε καρεκλες,βγαζανε μαχαιρια...
Οι παπαδες
Οι παπαδες οταν περναγανε κολλαγανε.Τους γινοτανε το ματι λαλεγκος και κοιταγανε κι αυτοι.
Σα εδε πριφτι Παπα...
βζον γκαρσονιερα εδε γκα τζαμι
Σα εδε πριφτι Παπα...
βζον γκαρσονιερα εδε γκα δρομι
Σα εδε πριφτι Παπα...
βζον γκαρσονιερα εδε γκα Λουμιθι.
Τα μαχαιρωματα
Μια φορα εγινε καυγας μεγαλος.Δυο παλικαρια συναγωνιστηκαν για τα ματια μιας γκαρσονιερας.Ειχε τσακιρικα ματια η ατιμη που αναβαν φωτιες και τρελαιναν καρδιες.Βγηκαν τα μαχαιρια.Εκεινη μπηκε στη μεση να τους χωρισει.Τη μαχαιρωσαν.Δεν πεθανε ομως,τη σκαπουλαρε.Ηταν το τυχερο.
Τελικα την μπουκουρανα την εφαγε ενας μπαρμπας.Χηρος και ξερακιανος,βερεμης.Της την επεσε απο διπλα.Ειχε βαρεθει κι εκεινη,την πηρε γυναικα.Του εκανε παιδια,του καθισε τιμια.
Ο γιατρος
Περασε μια φορα κι ο γιατρος.Οι γκαρσονιερες ειχαν συγυρισει το μαγαζι και καθονταν περιμενοντας να παει η πελατεια.
«Ο γιατρος περναει» ειπαν.
«Κυριε γιατρε περαστε να παρετε ενα ποτο»!
«Α,τι λες!Ωπ μπηκε μεσα ο γιατρος.Του αρεσανε κατι τετοια.Πηγε εκει,τον κατσανε στα γονατα,τον χαιδευανε το γιατρο.Την αλλη μερα παλι ο γιατρος...
Καποιος καλοθελητης ομως της το σφυριξε της γυναικας του.
«Κυρα γιατρινα μου,ρεζιλι ο γιατρος στις γκαρσονιερες».
«Θα ρεζιλευτουμε,θα ξεφτιλιστει»,σκεφτηκε.Σηκωθηκε,ντυθηκε,στολιστηκε η γιατρινα,Αθηναια απο τις πρωτες,και περασε εξω απο το μαγαζι.Απλως τον φωναξε με το μικρο του ονομα κι εφυγε.Δεν σταθηκε καθολου.Μολις την ειδε διαλυθηκε,τον επιασε τρεμουλα το γιατρο.Εφυγε μανι-μανι.Ηρθε κατω στο σπιτι.
«Τι ρεζιλικι ειναι αυτο;Δεν δικαιολογεισαι με τιποτα»,του ειπε η γυναικα του.
«Παρασυρθηκα γυναικα.Γυναικα παρασυρθηκα!».
Υ.Γ.Το παραπανω κειμενο βασιζεται σε μια αφηγηση του συγχωρεμενου του παππου μου,οπως μου τη διηγηθηκε ενα αυγουστιατικο βραδυ.«Γκαρσονιερες» ελεγαν απο παραφθορα τις γκαρσονες,οι οποιες σερβιριζαν,αλλα προσφεραν και συντροφια.Αυτο που λεμε σημερα κονσοματρις.
Τα ονοματα τα εχω απαλειψει απο την ιστορια για ευνοητους λογους.